Η οικονομική κρίση, που άρχισε το 2007, βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη και το ερώτημα, που βασανίζει τους πάντες είναι προφανές: Γιατί; Οσο δεν καταφέρνουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τις αιτίες της κρίσης, δεν θα μπορέσουμε να εφαρμόσουμε μια αποτελεσματική στρατηγική ανάκαμψης.
Μας είπαν ότι πρόκειται για μία χρηματοπιστωτική κρίση και έτσι οι κυβερνήσεις και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού εστίασαν την προσοχή τους στις τράπεζες.
Τα προγράμματα τόνωσης της οικονομίας προωθήθηκαν ως ένα προσωρινό «καταπραϋντικό», που ήταν αναγκαίο για να γεμίσει το κενό έως ότου ο τραπεζικός τομέας ανακάμψει και αρχίσει πάλι να χορηγεί δάνεια στον ιδιωτικό τομέα. Ενώ όμως η τραπεζική κερδοφορία και τα υψηλά μπόνους έχουν επιστρέψει, οι χορηγήσεις δανείων δεν έχουν ανακάμψει. Και αυτό παρά τη διατήρηση των επιτοκίων σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.
Οι τράπεζες υποστηρίζουν ότι ο δανεισμός παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, εξαιτίας της έλλειψης φερέγγυων δανειοληπτών, κάτι που με τη σειρά του οφείλεται στην ασθενούσα οικονομία.
Τα θεμελιώδη δεδομένα αποκαλύπτουν ότι εν μέρει τουλάχιστον έχουν δίκαιο. Οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν στη διάθεσή τους ρευστό τρισεκατομμυρίων δολαρίων και επομένως δεν είναι η έλλειψη χρημάτων, που τις αποτρέπει από το να προβούν σε επενδύσεις και προσλήψεις προσωπικού. Ορισμένες, ίσως πολλές, μικρές επιχειρήσεις, είναι, ωστόσο, σε πολύ διαφορετική θέση.
Εχοντας μεγάλη έλλειψη χρηματοδότησης, όχι μόνο δεν μπορούν να αναπτυχθούν, αλλά αναγκάζονται να συρρικνώσουν τις δραστηριότητές τους.
Παρ' όλα αυτά οι συνολικές επιχειρηματικές επενδύσεις (εξαιρουμένου του κλάδου κατασκευών) έχουν επιστρέψει στο 10% του ΑΕΠ (από 10,6% πριν από την κρίση). Στον τομέα του real estate, όπου παρατηρείται περίσσια προσφορά, η εμπιστοσύνη δεν θα επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα σύντομα, ανεξάρτητα από τι θα γίνει στον τραπεζικό τομέα.
Η αδικαιολόγητη ασυδοσία, η οποία οφείλεται στην απερίσκεπτη απορρύθμιση, ήταν ο παράγοντας, που προφανώς κλιμάκωσε την κρίση. Η κληρονομιά της περίσσιας προσφοράς στο real estate και των υπερχρεωμένων νοικοκυριών καθιστά την ανάκαμψη πολύ δύσκολη υπόθεση.
Η οικονομία, όμως, ασθενούσε και πριν από την κρίση: η «φούσκα» στην αγορά κατοικιών απλώς κάλυπτε την αδυναμία της. Χωρίς τη στηριζόμενη στη φούσκα κατανάλωση, θα είχαμε βιώσει μια ελεύθερη πτώση στη συνολική ζήτηση. Αντ' αυτού το ποσοστό της προσωπικής αποταμίευσης βυθίστηκε στο 1% και το 80% των Αμερικανών με το χαμηλότερο εισόδημα δαπανούσαν ετησίως περί το 110% των εσόδων τους.
Ακόμη και εάν ο χρηματοπιστωτικός τομέας είχε πλήρως εξυγιανθεί και ακόμη και εάν αυτοί οι άσωτοι Αμερικανοί είχαν μάθει τη σπουδαιότητα της αποταμίευσης, η κατανάλωσή τους θα περιοριζόταν στο 100% του εισοδήματος. Οποιοσδήποτε λοιπόν συζητεί για «επιστροφή» των καταναλωτών -ακόμη και μετά και την απομόχλευση- ζει σε ένα φανταστικό κόσμο.
Η στήριξη του χρηματοπιστωτικού τομέα ήταν ένα απαραίτητο βήμα για την οικονομική ανάκαμψη, αλλά κάθε άλλο παρά επαρκές. Για να κατανοήσουμε τι πρέπει να γίνει, θα πρέπει να αντιληφθούμε ποια ήταν τα προβλήματα της οικονομίας, πριν από το ξέσπασμα της κρίσης.
Καταρχήν η Αμερική και ολόκληρος ο κόσμος ήταν θύματα της δικής τους επιτυχίας. Η παραγωγικότητα στη μεταποίηση αυξανόταν με ταχύτερους ρυθμούς από τη ζήτηση, κάτι που σήμαινε ότι η απασχόληση στο μεταποιητικό κλάδο έβαινε μειούμενη. Το εργατικό δυναμικό έπρεπε να στραφεί στις υπηρεσίες.
Το πρόβλημα είναι αντίστοιχο με εκείνο που ανέκυψε στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν η ραγδαία ανάπτυξη της παραγωγικότητας στον αγροτικό τομέα ανάγκασε τελικά το αγροτικό δυναμικό να θέλει να εγκαταλείψει τις αγροτικές περιοχές και να επιδιώξει να κατευθυνθεί στα αστικά βιομηχανικά κέντρα.
Με την πτώση στο εισόδημα των αγροτών να είναι μεγαλύτερη από 50% από το 1929 έως το 1932, θα ανέμενε κανείς μια μαζική μετανάστευση εργαζομένων. Αρκετοί εργάτες όμως είχαν παγιδευτεί στον αγροτικό τομέα: δεν είχαν τους πόρους να μετακινηθούν και τα συνεχώς συρρικνούμενα εισοδήματά τους αποδυνάμωσαν σε τέτοιο βαθμό τη συνολική ζήτηση, που η ανεργία στα αστικά, βιομηχανικά κέντρα εκτινάχθηκε στα ύψη.
Για την Αμερική και την Ευρώπη, η ανάγκη για μετακίνηση του εργατικού δυναμικού εκτός μεταποιητικού κλάδου επιτείνεται και από ακόμη έναν παράγοντα: όχι μόνο μειώνονται οι θέσεις εργασίας στη μεταποίηση παγκοσμίως, αλλά μικρότερο μερίδιο αυτών των θέσεων θα είναι τοπικό.
Η παγκοσμιοποίηση είναι ένας μόνο από τους παράγοντες, που έχουν συμβάλει στο δεύτερο βασικό πρόβλημα: τις αυξανόμενες ανισότητες. Η μετατόπιση του εισοδήματος από αυτούς που το δαπανούν σε εκείνους που αποταμιεύουν μειώνει τη συνολική ζήτηση.
Κατά παρόμοιο τρόπο, οι αυξανόμενες τιμές ενέργειας μετατοπίζουν την αγοραστική δύναμη από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη στους εξαγωγείς πετρελαίου, που αναγνωρίζοντας την έντονη μεταβλητότητα των τιμών ενέργειας, ορθώς αποταμίευσαν μεγάλο μέρος των εσόδων τους.
Το τελικό πρόβλημα, που συμβάλλει στην αποδυνάμωση της συνολικής παγκόσμιας ζήτησης, ήταν η συγκέντρωση τεράστιων αποθεμάτων ξένου συναλλάγματος από τις αναδυόμενες αγορές - η οποία εν μέρει οφείλεται στην κακοδιαχείριση της κρίσης της Νοτιανατολικής Ασίας κατά τη διετία 1997-98 από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών.
Αρκετές χώρες αντελήφθησαν ότι χωρίς τα αποθέματά τους κινδυνεύουν να χάσουν την οικονομική τους ανεξαρτησία. Πολλοί είπαν «ποτέ ξανά». Ενώ, όμως, η συγκέντρωση συναλλαγματικών αποθεμάτων -που σήμερα υπολογίζεται ότι πλησιάζουν τα 7,6 τρισ. δολάρια σε αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες- τους προστάτευσε, τα χρήματα, που κατευθύνθηκαν στα αποθέματα ήταν χρήματα, που δεν δαπανήθηκαν.
Πού βρισκόμαστε σήμερα
Πού βρισκόμαστε σήμερα ως προς την αντιμετώπιση των παραπάνω προβλημάτων; Για να αρχίσουμε από το τελευταίο, οι χώρες, που συγκέντρωσαν τεράστια αποθέματα, κατάφεραν να αντεπεξέλθουν καλύτερα στην κρίση και επομένως τα κίνητρά τους για περαιτέρω αύξηση των αποθεμάτων είναι πιο ισχυρά από ποτέ.
Ομοίως, αν και οι τραπεζίτες γίνονται και πάλι αποδέκτες μπόνους, οι εργαζόμενοι βλέπουν τους μισθούς τους να συρρικνώνονται, με αποτέλεσμα να διευρύνονται περαιτέρω οι εισοδηματικές ανισότητες.
Επιπλέον, οι ΗΠΑ δεν έχουν καταφέρει να περιορίσουν την εξάρτησή τους από το πετρέλαιο. Με τις τιμές του πετρελαίου να κυμαίνονται πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι, τα κεφάλαια μεταφέρονται για ακόμη μια φορά στις χώρες, που εξάγουν το μαύρο χρυσό.
Και η διαρθρωτική μεταμόρφωση των ανεπτυγμένων οικονομιών, η οποία επιβάλλεται από την ανάγκη να μετακινηθεί το εργατικό δυναμικό από τους παραδοσιακούς μεταποιητικούς κλάδους προς άλλες κατευθύνσεις, λαμβάνει χώρα με πολύ αργά βήματα.
Οι κυβερνήσεις διαδραματίζουν ένα κεντρικό ρόλο στη χρηματοδότηση υπηρεσιών, που χρειάζονται οι πολίτες, όπως η εκπαίδευση και η υγεία. Η κρατικά χρηματοδοτούμενη εκπαίδευση, ιδιαίτερα, θα είναι καθοριστικής σημασίας για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ. Και οι δύο, όμως, έχουν επιλέξει τη λιτότητα, η οποία κάθε άλλο παρά διασφαλίζει την έξοδο των οικονομιών τους από την κρίση.
Η θεραπεία για την αντιμετώπιση του «ιού» της παγκόσμιας οικονομίας προκύπτει απευθείας από τη διάγνωση: ισχυρές κρατικές δαπάνες, οι οποίες θα στοχεύουν στην προώθηση της ενεργειακής αποδοτικότητας, την άμβλυνση των ανισοτήτων και μια μεταρρύθμιση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, η οποία θα προβάλλει μια εναλλακτική στη συγκέντρωση τεράστιων αποθεμάτων ξένου συναλλάγματος.
Οι ηγέτες της παγκόσμιας κοινότητας και οι ψηφοφόροι, που τους εκλέγουν, θα πρέπει να το αντιληφθούν. Οσο οι προοπτικές της ανάπτυξης συνεχίζουν να αποδυναμώνονται, δεν θα έχουν άλλη επιλογή. Πόσο πόνο θα πρέπει να αντέξουν ακόμη;
ΤΖΟΖΕΦ E. ΣΤΙΓΚΛΙΤΖ, καθηγητής του Πανεπιστημίου Κολούμπια και κάτοχος Νόμπελ Οικονομίας.
Copyright: Project Syndicate, 2011.
No comments:
Post a Comment