Ο Γιώργος Παλαιάκης γεννήθηκε στις 5 Μαΐου του 1918. Παρουσιάστηκε στη ΣΕΑΠ στις 18 Οκτωβρίου του 1939 και υπηρέτησε στο Πυροβολικό στο 43ο Σύνταγμα Πεζικού (11ος λόχος) Κρήτης στη ΣΕΑΠ. Όταν ήχησαν οι καμπάνες του πολέμου, ήταν στρατιώτης. Η αφήγησή του είναι πραγματικά συγκλονιστική. Θυμάται με απίστευτες λεπτομέρειες όλες τις στιγμές του πολέμου, λες και τα έζησε χθες. Kράταγε και ημερολόγιο, όμως χάθηκε όταν σχεδόν πεθαμένο τον μετέφεραν στο Πανάνειο Δημοτικό Νοσοκομείο Ηρακλείου στις 30 Μαΐου του 1941.
Οι Γερμανοί κηρύσσουν τον πόλεμο στην Ελλάδα
«Στο νοσοκομείο κάθισα σχεδόν ένα μήνα. Όταν μας κήρυξαν τον πόλεμο και οι Γερμανοί, εγώ ήμουνα στην Αθήνα ακόμα. 6 Απριλίου (1941) μας εκήρυξαν τον πόλεμο οι Γερμανοί, στις 28 πήραν την Αθήνα. Είχαν φτάσει στον Όλυμπο. Αντίσταση δεν βρήκαν, όλος ο στρατός μας ήταν στην Αλβανία. Τον πόλεμο τον κήρυξαν τέσσερις τα ξημερώματα. Μέχρι να ξημερώσει δεν είχαν αφήσει τίποτα όρθιο στο λιμάνι. Το λιμάνι ήταν ολόμαυρο από τα λάδια των πλοίων. Βομβάρδισαν, δεν άφησαν πέτρα όρθια και δεν μπορούσαμε να φύγουμε για την Κρήτη. Ήμασταν καμιά πεντακοσαριά Κρητικοί και μας πήγαν στα Μέγαρα. Δεν ξέραμε όμως πότε θα φύγουμε. Κάθε νύχτα κοιμόμασταν στο νοσοκομείο και κάθε πρωί πήγαινα στο λιμάνι να δω αν φεύγει καράβι. Ένα πρωί το είδα και το πρόλαβα τελευταία στιγμή και ανέβηκα από τη σκάλα».
Πάσχα του 1941 στην Κρήτη
«Φτάσαμε τελικά στη Σούδα την ώρα που χτυπούσαν οι σειρήνες. Το καράβι μας ήταν αγκυροβολημένο και όταν τα γερμανικά στούκας το βούλιαξαν εγώ είχα προλάβει να φύγω.
10-11 Μαρτίου έφυγα από την Αλβανία και έφτασα στη Ρογδιά το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου. Θαρρώ 19 Απριλίου πρέπει να ήταν
Από τον πόλεμο έμειναν στον κ. Παλαιάκη οι αναμνήσεις, ένα τραύμα στο κεφάλι, οι αϋπνίες και ένα μετάλλιο που απενεμήθη 67 χρόνια μετά! το Πάσχα. Πήγα στο σπίτι μας, δεν ήταν κανείς. Ήταν όλοι στην εκκλησία. Μπήκα μέσα και σταμάτησε η λειτουργία. Η μάνα μου έκλαιγε, έπεσε πάνω μου και με αγκάλιασε, με είχε για πεθαμένο.
Η ώρα της Μάχη της Κρήτης πλησιάζει
«Αν και ήμουν με αναρρωτική, δεν μπορούσα να κάθομαι πήγα στο Ηράκλειο για να βρω πολυβόλο. Έλεγαν ότι θα πέσουν και οι Γερμανοί με τα αλεξίπτωτα. Πήγα και βρήκα ένα παλιό πολυβόλο στο λόχο μας, στη Χανιώπορτα, λόχος εμπαίδων. Ο λοχαγός μου το έδωσε, το έφτιαξα, το καθάρισα. Στην Αγία Μαρίνα, στα Καμίνια από κάτω, πήγα και το έβαλα σε ένα σπηλαιάκι αλλά δεν είχα παίξει πυροβολισμό, γιατί μας το απαγόρευαν με απόφαση Στρατοδικείου. Δεν ήξερα και κανέναν επειδή έλειπα. Έβαλα δυο - τρεις γεμιστήρες και εμφανίστηκαν δέκα αξιωματικοί (δικοί μας) με τον επικεφαλής να με δέσουν γιατί απαγορευόταν. Με 5-6 στρατιώτες δοκιμάσαμε τα όπλα μας και δεν έπαιζε κανένα, για αυτό απαγόρευαν τους πυροβολισμούς, προπαγάνδα. Οι Άγγλοι ήταν εδώ και δεν έδιναν όπλα στους Έλληνες. Είχαν στη Χανιώπορτα μια αποθήκη γεμάτη όπλα και δεν τα έδιναν στο λαό».
20 Μαΐου 1941
«Ξεκίνησαν να πέφτουν οι Γερμανοί από τον Ξηροπόταμο μέχρι το Γιόφυρο. Εκείνη την εποχή, από τη Χανιώπορτα και έξω, δεν υπήρχε κανένα σπίτι, όλα ήταν σπαρτά και μέχρι τα Καμίνια. Όλη τη νύχτα γέμιζα και έπαιζα με το πυροβόλο μου.
Τα αγγλικά πλοία είχαν ανάψει τους προβολείς και δεν αφήναμε κανέναν να ξεμυτίσει. Τους σκοτώναμε όλους. Από τον Ξηροπόταμο μέχρι το Γιόφυρο τους έπιανε όλους το πυροβόλο μου. Τετρακόσιους με τετρακόσιους πενήντα είχαμε θάψει στο Γιόφυρο από κάτω. Εκεί που τώρα είναι του Αναστασάκη οι ξυλαποθήκες. Από εκεί τους πήραν μετά, τους ξέθαψαν και τους πήγαν στο Μάλεμε.
Πολεμάγαμε με ό,τι είχαμε, έπρεπε να φύγω από εκεί που είμαι να βρω ύψωμα. Εκεί, στη σιδερένια γέφυρα που είχαν φτιάξει (στο ύψος της ΕΡΤ) φτιάξει οι Άγγλοι, μάλωσα με το λοχαγό γιατί ήθελε να πάμε στο λάκκο και εγώ αντιδρούσα, ήθελα ύψωμα.
Κατεβήκανε από τα Καμίνια, στον Άγιο Δημήτριο, πήγαμε στη Χανιώπορτα. Ήρθανε οι Γερμανοί και βάζαμε τους όλμους, στο μπεντένι, που είναι σήμερα τα λεωφορεία, ήταν 15 μέτρα ακόμα στο βάθος. Έπεφταν οι πυροβολισμοί, έπεσα από το μπεντένι και ήμουν άοπλος. Βρήκα ένα γκρα, σκαρφάλωσα ξανά και βρήκα και άλλες σφαίρες. Εκεί είδα να έρχεται ο ταγματάρχης Εμμανουήλ Πετεινάκης από τις Αρχάνες και με άλλους μαζί, τους ακολούθησα. Ο Πετεινάκης έβγαλε ένα σημειωματάριο να γράψει αυτούς που ήθελαν να τον ακολουθήσουν. Μετά το έβαλε στο τσεπάκι του. «Όποιος θέλει ας ακολουθήσει», είπε. Πήγαμε όλοι μαζί του καμιά πενηνταριά στρατιώτες αν θυμάμαι καλά. Στην Καινούργια Πόρτα ήταν τέσσερις Γερμανοί ταμπουρωμένοι και τους σκοτώσαμε.
Στη Χανιώπορτα έπεσε και ένας όλμος και την τρύπησε. Ήταν εκεί και δυο ανθυπολοχαγοί που είναι θαμμένοι στον Άγιο Τίτο.
Σαράντα πέντε Γερμανοί ήταν ταμπουρωμένοι και στου Κωνσταντιδή το σπίτι στον Άγιο Δημήτριο. Είδαμε μια διμοιρία Άγγλων να έρχεται από το δρόμο του Μεγάρου. Μαζί με τους Άγγλους τους αναγκάσαμε να παραδοθούν. Είχαν μαζί τους και ένα πολυβόλο μεγάλο βαρύ 300 οκάδες. Τους πήγαμε στο Φρουραρχείο στου Νικηφόρου Φωκά απέναντι από το Ειρηνοδικείο. Να ξέρετε ότι αυτά τα κτήρια στην 25ης Αυγούστου τα έχτισαν οι Άγγλοι στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο και ήταν στρατώνες. Εκεί πήγα έξι Γερμανούς μαζί με το πολυβόλο το οποίο κουβάλαγαν.
Κατά τη διάρκεια της αφήγησης ανέφερε πάρα πολλά στοιχεία ο κ. Γιώργος, μεταξύ αυτών αναφέρθηκε στην ύπαρξη στρατοπέδου στο Τσαλικάκι όπου είχαν μεταφερθεί γυναικόπαιδα, αλλά και στα σενάρια που κυκλοφορούσαν ότι οι Γερμανοί θα παραδοθούν. Δεν είχαν φτάσει ακόμα τα μαντάτα από τους υπόλοιπους νομούς, ούτε οι ήξεραν ότι οι Γερμανοί στρατιώτες δεν είναι σαν τους Ιταλούς.
30 Μαΐου 1941 απόγευμα
«Κάποια στιγμή απομακρύνθηκα από τον Πετεινάκη και βρέθηκα στα Καμίνια στο ύψος της 62 Μαρτύρων εκεί που είναι σήμερα η Τράπεζα Πειραιώς. Ένας Γερμανός έπεσε με το αλεξίπτωτο και κρεμάστηκε στο διπλό στύλο που ήταν εκεί. Τον τελευταίο Γερμανό που έπεσε τον σκότωσα κρεμασμένο. Μετά έπεσα αναίσθητος από τις ριπές των Γερμανών. Μια σφαίρα με βρήκε στο κεφάλι. Ευτυχώς που φόραγα ένα καινούργιο κράνος που είχα βρει, αλλιώς θα ξεκαπάκωνε η κεφαλή μου. Αυτό με έσωσε.
Πανάνειο Δημοτικό Νοσοκομείο Ηρακλείου
Σοβαρά τραυματισμένος ο 21χρονος τότε στρατιώτης μεταφέρεται, άγνωστο πώς, στο Πανάνειο, όπου παρέμεινε για πέντε μήνες. Εκεί τον είχαν για πεθαμένο και τον ετοίμαζαν για να τον μεταφέρουν στο νεκροτομείο. Ποια δύναμη τον βοήθησε, δεν γνωρίζω, και άνοιξε τα μάτια του. Δεν πέθανε ούτε όταν μετά την εγχείρηση που του έκανε ο Νικόλαος Κασάπης (διευθυντής τότε του νοσοκομείου) για να του αφαιρέσει τη σφαίρα από το κεφάλι.
Ούτε όταν η τομή γέμισε σκουλήκια επειδή σαράντα μέρες δεν είχε κάνει αλλαγή. Δεν είχαν γάζες, δεν είχαν τίποτα. Τα σεντόνια έκοβαν κομματάκια. Άντεξε και την πείνα. Θυμάται ότι είχε να πιει νερό δέκα ημέρες. Στη συνέχεια κατά κάποιο τρόπο φυγαδεύτηκε και τη γλίτωσε από τους Γερμανούς που κάθε ημέρα πήγαιναν και μάζευαν τους στρατιώτες που έγιαναν.
«Το σακάκι που φορούσα μου το πήραν, είχα ένα πεντακοσάρικο μέσα. Δεν με νοιάζει που μου πήραν το σακάκι, μα που πήραν το ημερολόγιό μου και τη ζωστήρα και μου έπεφτε το παντελόνι. Εμείς όλοι είχαμε απομείνει μισοί. Ούτε ο πόνος με ένοιαζε, δεν τον ένιωθα. Μια νοσοκόμα με έσωσε, με πότιζε λίγο λίγο με χαμομήλι. Στις 22 ημέρες που ήμουν στο νοσοκομείο ήρθε η μάνα μου με ένα σημείωμα, είχε βρει τη γυναίκα του γιατρού, ήταν Γερμανίδα, και με εγχείρησε ο Κασάπης ο γιατρός από το Λασίθι. (ο Νικόλας Κασάπης, 1873-1970, ήταν ένας έμπειρος ιατρός και πρωτοποριακός για την εποχή, από την Κωνσταντινούπολη.
Έφτασε στην Κρήτη ως πολιτικός εξόριστος και εγκαταστάθηκε στο Λασίθι). Δεν θα ξεχάσω ότι πριν με δέσουν για να μου βάλουν αιθέρα μου είπε: «Από την Αυστρία έφερα την ξυριστική μηχανή και έτυχε να την εγκαινιάσω στου Ρογδιανού την κεφαλή». Σκουλήκια είχε μαζέψει η πληγή, 40 μέρες ήταν με τις γάζες, χωρίς αλλαγή, με είχαν πετάξει, μας είχαν για πεθαμένους, εκεί γινότανε χαμός από τους τραυματίες. Ερχότανε οι Γερμανοί και έπαιρναν τους στρατιώτες που ανάρρωναν, εγώ τη γλίτωσα. Ο συγχωρεμένος ο Γιαμαλάκης (πρώτος διευθυντής του νοσοκομείου) με έσωσε μια φορά, κατά κάποιο τρόπο φυγαδεύτηκα.
Εθνική Αντίσταση
Μετά την πλήρη ανάρρωσή του, εντάχθηκε στους κόλπους της Εθνικής Αντίστασης. Μου είπε να αναφέρω μερικά ονόματα. «Εγώ Γιώργος Παλαιάκης, ο Γιώργος Κασαπάκης του Ιωάννου, ο Εμμανουήλ Κολαρετάκης και ο Νικόλαος Χριστοφόρου Κτιστάκης, παραμονές του 15Αυγουστου του 1944 ήμασταν στο Γωνιανό Φαράγγι όταν οι Γερμανοί περνούσαν για να κάψουν τα Ανώγεια. Θα τους κάναμε επίθεση αλλά αποφασίσαμε αυτό να μην γίνει. Όχι για εμάς για να μην κάψουν τα γυναικόπαιδα και τους γέρους μας. Ετσι αποφύγαμε το κακό».
Ο επίλογος
Από το στρατό ο κ. Παλαιάκης απολύθηκε στις 29 Γενάρη του 1945. Κάλεσαν την ηλικία του και πήγε να καταταχθεί στο σύνταγμα της ΣΕΑΠ. Του είπαν ένα «αρκετά πολέμησες» και απολύθηκε ως ανάπηρος πολέμου.
«Είμαι ο μόνος ανάπηρος που βρίσκεται στο περίπτερο και δουλεύει» μου είπε κάποια στιγμή γελώντας. Ανέφερε και άλλα πολλά για ανθρώπους που θαύμασε, όπως τον εκπαιδευτή του από τη Σπάρτη που κάθε Σάββατο βράδυ τους έδινε άδεια και φύλαγε τα λεφτά του συσσιτίου και έτρωγαν πιο καλά από όλους τους άλλους λόχους.
Αλλά και για το συνταγματάρχη Νίκο Πλεύρη από τον Άγιο Νικόλαο. «Στην Αλβανία που ήμασταν ήταν ένας στρατηγός, Νίκος Πλεύρης από τον Άγιο Νικόλαο, ο οποίος πήγε εθελοντής στον πόλεμο και έλεγε στον μέραρχο να πάρουμε ένα λόχο οπλισμένο από κάθε σύνταγμα και να τον τοποθετήσουμε σε κάθε νομό της Κρήτης. Εγώ τον Πλεύρη όταν έφυγε από την Αλβανία τον είδα.
Αν τότε τον ακούγανε και ήταν ένας λόχος οπλισμένος σε κάθε νομό, δεν θα κατακτούσαν οι Γερμανοί την Κρήτη. Αλλά ήρθαν εδώ οι Άγγλοι και μας έκαναν μεγάλο στραπάτσο, μη νομίζετε. Δεν σας είπα ότι υπήρχε μια αποθήκη γεμάτη όπλα στη Χανιώπορτα και δεν τα έδιναν στους Έλληνες ούτε τους άφηναν να παίζουν για να δοκιμάζουν τα τουφέκια τους; Ότι πολεμούνε όλοι μην το νομίζετε, υπήρχαν και αξιωματικοί που έμειναν στα καταφύγια».
Η πίκρα του σήμερα
«Διακονούμε από τους Γερμανούς. Ό,τι λέω να το γράψετε και εγώ θα το υπογράψω υπεύθυνα. Λέω στην κυβέρνηση να πιάσουν να σοβαρευτούνε και να μην κάνουμε τους διακονιάρηδες, γιατί αυτοί δεν μας θέλουν, κανένας δεν μας θέλει. Από τη μικρασιατική καταστροφή δεν μας θέλει κανείς. Ο πατέρας μου πολέμησε εκεί και ξέρω πολλά... Να πιάσουνε οι βουλευτές και οι μητροπολιτάδες να διαθέσουν τα μηνιάτικά τους. Αν το δει αυτό ο λαός, θα είναι αλλιώς.Να φέρουνε και αυτά και τα κλεμμένα. Θυμήθηκαν τώρα και τη δίκη του Διστόμου, στη Χάγη. Εβδομήντα χρόνια μετά, είναι δυνατόν;»...
"Π" - Κορίνα Καφετζοπούλου
http://www.cretalive.gr/new/54076/crete/Oi_maches,_oi_nekroi_..._kai_i_diki_sti_Chagi
No comments:
Post a Comment