Monday, September 28, 2009
340 χρόνια απʼ την πτώση του Χάνδακα στους Τούρκους
340 χρόνια απʼ την πτώση του Χάνδακα στους Τούρκους
Η μαύρη σελίδα της 27 Σεπτεμβρίου 1669
Του Αλέκου A. Ανδρικάκη
Ο Χάνδακας γινόταν τουρκική κτήση, πριν από 340 χρόνια
Η μελανή σελίδα της Ιστορίας γράφηκε την 27η Σεπτεμβρίου 1669
Μια άγνωστη επιστολή του αρχιστράτηγου των υπερασπιστών της πόλης Φραντζέσκο Μοροζίνι
Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 1669. Εκείνη την ημέρα, σαν χθες πριν από ακριβώς 340 χρόνια, γράφηκε η πλέον μελανή σελίδα της Ιστορίας για την πόλη του Ηρακλείου. Ο Χάνδακας, όπως λεγόταν τότε, μετά από 22 χρόνια πολιορκίας, έπεφτε οριστικά στα χέρια των Τούρκων. Η πόλη που ξεχώριζε ανάμεσα στις επαρχίες της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Ενετίας, δεν άντεξε άλλο τις επιθέσεις των ορδών του σουλτάνου. Στην υπεράσπισή της έδωσαν πολλές δυνάμεις και τους καλύτερους στρατιωτικούς τους όχι μόνο η Δημοκρατία, αλλά και σχεδόν ολόκληρη η χριστιανική Ευρώπη, με επικεφαλής τον Πάπα της Ρώμης. Γιατί οι Ευρωπαίοι χριστιανοί ηγεμόνες και ο καθολικός θρησκευτικός ηγέτης έβλεπαν σʼ αυτή την υπόθεση τον αγώνα τότε του χριστιανισμού απέναντι στον επεκτατισμό της μουσουλμανικής Τουρκίας. Τον οποίο τελικά δεν κατάφεραν να αποτρέψουν.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1669 ο Χάνδακας ήταν μια έρημη πόλη. Την προηγούμενη ημέρα την είχαν εγκαταλείψει οι λιγοστοί κάτοικοι και οι υπερασπιστές της, με επικεφαλής τον αρχιστράτηγο Φραντζέσκο Μοροζίνι, (στις επόμενες σελίδες φέρνουμε στο φως άγνωστη επιστολή του για την παράδοση του Χάνδακα) που αργότερα έγινε Δόγης στη Βενετία. Ασφαλώς ο ηρωικός αγώνας του, από την άνοιξη του 1667 που βρέθηκε στον Χάνδακα ως αρχηγός των υπερασπιστών του, θα πρέπει να μέτρησε πολύ στο να αναλάβει το ύψιστο αξίωμα της καταρρέουσας, μετά από αυτή την απώλεια, Γαληνότατης Δημοκρατίας της Ενετίας.
Στις 6 Σεπτεμβρίου (κατά τον αείμνηστο Νίκο Σταυρινίδη, αλλά και τον ιστορικό του 19ου αιώνα Βασίλειο Ψιλάκη) ή στις 16 Σεπτεμβρίου (κατά τον καθηγητή κ. Θεοχάρη Δετοράκη) της ίδιας χρονιάς ο Μοροζίνι αναγκαζόταν να υπογράψει συνθηκολόγηση για την παράδοση της πόλης. Πλέον οι υπερασπιστές δεν άντεχαν άλλο, καθώς είχαν μείνει ελάχιστοι κι αποκλεισμένοι από παντού. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα σχεδόν όλοι οι Ευρωπαίοι στρατιώτες, και πριν απʼ όλους οι Γάλλοι, εγκατέλειπαν τον Χάνδακα, βάζοντας, στην ουσία, την υπογραφή τους στην παράδοσή του.
Οι Τούρκοι, κυρίαρχοι πλέον στην ιστορική πόλη, πατούσαν τον Χάνδακα στις 27 Σεπτεμβρίου 1667. Μερικές μέρες μετά, ο αρχηγός των τουρκικών δυνάμεων μέγας βεζίρης (πρωθυπουργός) του Σουλτάνου Αχμέτ Κιοπρουλής, που είχε το προσωνύμιο Φαζίλ (Δίκαιος), έμπαινε κι ο ίδιος θριαμβευτικά και εν μέσω εκδηλώσεων που οργάνωσαν για εκείνον οι υφιστάμενοί του.
Συνολικά οι Τούρκοι σχεδόν 25 χρόνια για να καταλάβουν ολόκληρη την Κρήτη. Γενιές στρατιωτών τους χάθηκαν σʼ αυτή την προσπάθεια. Και τουλάχιστον δύο πασάδες έχασαν τα κεφάλια τους γιατί δεν μπορούσαν να προσφέρουν ολόκληρο το νησί στο σουλτάνο.
Ο μακροχρόνιος Κρητικός Πόλεμος
Στην τουρκοκρατούμενη Ανατολή η Κρήτη ήταν η μοναδική χριστιανική περιοχή το πρώτο μισό του 17ου αιώνα. Η Κύπρος είχε κατακτηθεί το 1570 ενώ οι άλλες ελληνικές περιοχές ήταν ήδη υπό την κυριαρχία του σουλτάνου. Η αφορμή για να εισβάλλει η Τουρκία στην Κρήτη ήταν ένα περιστατικό που θεωρήθηκε ως πρόφαση για την τουρκική πλευρά, που αναζητούσε κάποιο τρόπο να πατήσει το πόδι της στο Βασίλειο της Κάνδιας, όπου ονομαζόταν από τους Ενετούς η Κρήτη. Το 1644 οι Ιωαννίτες Ιππότες της Μάλτας συνάντησαν και κατέλαβαν κοντά στην Κρήτη ένα τουρκικό πλοίο το οποίο μετέφερε προσκυνητές στη Μέκκα. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των Τούρκων, το πλοίο και οι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στα Χανιά. Η οργή της Υψηλής Πύλης βασίστηκε στη φήμη ότι σʼ αυτό επέβαινε η βασιλομήτωρ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η βαλιδέ σουλτάνα, όπως ονομαζόταν. Όμως αυτό ακριβώς ήταν το εφεύρημα των Τούρκων, καθώς το σκάφος για τη Μέκκα είχε το όνομα «Σουλτάνα» και δεν επέβαινε η βαλιδέ σουλτάνα. Στην υπόθεση αυτής της πειρατείας ενέπλεξαν άμεσα την Κρήτη, βρίσκοντας τον τρόπο να επιτεθούν.
Το καλοκαίρι του 1645 μια μεγάλη δύναμη 50.000 ανδρών, με εκατοντάδες πλοία έφυγε για την Κρήτη, την οποία οι Ενετοί είχαν αφήσει ουσιαστικά χωρίς άμυνα, καθώς, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που μάστιζε τη Δημοκρατία, στο νησί είχε παραμείνει ελάχιστος μισθοφορικός στρατός. Η απόβαση των Τούρκων έγινε στις 23 Ιουνίου στην ακτή κοντά στη μονή Κυράς Γωνιάς. Τα Χανιά, με ελάχιστους αλλά ηρωικούς υπερασπιστές, αγωνίστηκαν ηρωικά, αλλά παραδόθηκαν στις 22 Αυγούστου 1645.
Ακολούθησε το Ρέθυμνο στο οποίο οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στις 2 Ιουλίου 1646, καταλαμβάνοντας περιοχές της υπαίθρου. Στην πόλη του Ρεθύμνου επιτέθηκαν στα τέλη Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου και η παράδοσή της έγινε στις 13 Νοεμβρίου.
Αμέσως μετά οι δυνάμεις κινήθηκαν προς τον Χάνδακα, και έφτασαν κοντά στην πόλη την άνοιξη του 1647, στοχεύοντας όμως πρώτα στην κατάληψη των γύρω περιοχών. Μετά από ένα χρόνο ολόκληρη η ύπαιθρος είχε καταληφθεί.
Οι επιθέσεις στον Χάνδακα ξεκίνησαν το Μάιο του 1648. οι Τούρκοι διαμόρφωσαν το στρατόπεδό τους στην περιοχή του Γιόφυρου και λίγο μετά ένα μεγαλύτερο και ισχυρότερο κοντά στη σημερινή περιοχή του Μαραθίτη και της Φορτέτσας, το οποίο ονόμασαν Νέο Χάνδακα (Nova Candia). Απέκλεισαν από όλα τα σημεία της ξηράς την πόλη, η οποία είχε πλέον επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο μόνο από τη θάλασσα. Μέσω του λιμανιού εφοδιαζόταν με πυρομαχικά και όπλα, και μόνο μέσω του ίδιου δρόμου μεταφέρονταν οι δυνάμεις στρατιωτών και τα τρόφιμα.
Μέχρι το 1666 οι Τούρκοι αδυνατούσαν να καταλάβουν τον Χάνδακα, παρά τις μεγάλες δυνάμεις που χρησιμοποιούσαν και τα σύγχρονα, για την εποχή, μέσα τους. Τα Τείχη της πόλης άντεχαν, και σταδιακά στον πόλεμο έμπαιναν και δυνάμεις από τα άλλα χριστιανικά κράτη της Ευρώπης, στο πλευρό των πολιορκούμενων.
Χαρακτηριστικό στοιχείο της πολιορκίας ήταν ο «υπόγειος πόλεμος», ο πόλεμος των υπονόμων. Τόσο οι υπερασπιστές του Χάνδακα όσο και οι Τούρκοι έσκαβαν κάτω από το έδαφος λαγούμια, τα οποία έφθαναν μέχρι την πλευρά που βρισκόταν ο αντίπαλος, και τα πυροδοτούσαν, προκαλώντας θύματα και ζημιές. Συχνά οι αντίπαλοι συναντιόντουσαν, καθώς έσκαβαν, και οι μάχες πλέον γίνονταν κάτω από το έδαφος.
Στα τέλη του 1666 στην Κρήτη στάλθηκε ο Μέγας Βεζίρης Αχμέτ Κιοπρουλή, με την εντολή του σουλτάνου να λήξει όσο γίνεται γρηγορότερα η υπόθεση του Χάνδακα. Λίγο καιρό μετά έφτασε ο Φρανζέσκο Μοροζίνι, ως αρχιστράτηγος των Ενετών και των άλλων ευρωπαϊκών στρατευμάτων που υπερασπίζονταν τον Χάνδακα.
Οι Τούρκοι από την άνοιξη του 1667 ξεκίνησαν την τελική φάση της πολιορκίας για την πτώση του Χάνδακα. Η κατάληψή του ίσως όμως να μην συνέβαινε ποτέ, αν εξέλιπαν δύο στοιχεία:
-Η προδοσία του Ενετού μηχανικού Ανδρέα Μπαρότση, ο οποίος στα τέλη του 1667 έφυγε κρυφά από τον Χάνδακα και παρουσιάστηκε στον Κιοπρουλή, παραδίδοντάς του τα σχέδια των Τειχών και του φρουρίου του Χάνδακα και υποδεικνύοντας ως ευάλωτα για τις επιθέσεις σημεία τους προμαχώνες του Αγίου Ανδρέα και της Σαμπιονέρα. Το σχέδιο αυτό ακολουθήθηκε επιτυχημένα από τον αρχιστράτηγο των Τούρκων.
-Η εγκατάλειψη του Χάνδακα από τους Γάλλους, κυρίως, στην κρίσιμη περίοδο του Ιουλίου και του Αυγούστου του 1669.
Έχοντας μείνει με ελάχιστους μόνο υπερασπιστές, χωρίς εφόδια σε μια πόλη ερειπίων, ο Μοροζίνι αναγκάστηκε να ζητήσει από τον Κιοπρουλή τη συνθηκολόγηση, η οποία υπεγράφη στις 16 Σεπτεμβρίου του 1669. Με τη συμφωνία διασφαλιζόταν ότι στην κυριαρχία των Ενετών θα παρέμεναν τα νησιά της Γραμβούσας, της Σούδας και της Σπιναλόγκας, που κατελήφθησαν από τους Τούρκους πολλά χρόνια αργότερα. Η Γραμβούσα το 1692, ενώ η Σούδα και η Σπιναλόγκα το 1715
Με την υπογραφή της συνθήκης η Κρήτη ήταν πλέον τουρκική. Και θα παρέμενε μέχρι το 1898. Ο Κρητικός Πόλεμος, που διήρκεσε σχεδόν 25 χρόνια, και η 22χρονη πολιορκία του Χάνδακα είχαν πάρει ένα δραματικό τέλος. Οι Τούρκοι ιστορικοί έχουν αναφέρει ότι κατά την πολιορκία της πόλης σκοτώθηκαν περισσότεροι από 137.000 στρατιώτες και αξιωματούχοι της Υψηλής Πύλης. Ο αριθμός των θυμάτων από την πλευρά των υπερασπιστών είναι μικρότερος. Αλλά το μεγάλο κόστος ήταν η κατάληψη του Χάνδακα.
Στις επόμενες σελίδες δημοσιεύουμε τα ντοκουμέντα για την παράδοση του Χάνδακα.
Βιβλιογραφία-πηγές
-Θ. Δετοράκη, «Ιστορία της Κρήτης», σελίδες 251-270, Ηράκλειο 1990
-Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή του Ρεθυμναίου, «Ο Κρητικός Πόλεμος (1645-1669)», επιμέλεια Στυλιανός Αλεξίου, Μάρθα Αποσκίτη, εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα 1995
-Ν. Σταυρινίδη, «Η τελευταία περίοδος της πολιορκίας του Μ. Κάστρου. Ο ερχομός του Κιοπρουλή στην Κρήτη», Ηράκλειον 1979
-Χρ. Τζομπανάκη, «Ο Κρητικός Πόλεμος 1645-1669, Η μεγάλη πολιορκία και η εποποιία του Χάνδακα», Ηράκλειο 2008
-Μ. Τρουλινού, «Ιστορία του πολέμου των Τούρκων κατά των Ενετών προς κατάκτησιν της Κρήτης», εν Ρεθύμνη τη 15η Μαΐου 1900, τύποις Στυλ. Καλαΐτζάκη
-Χ. Χιονίδη, «Αγγλικόν υπόμνημα περί της πολιορκίας και πτώσεως του Χάνδακος», «Κρητικά Χρονικά», τεύχος Γ΄, 1949, εκδότης Ανδρέας Καλοκαιρινός, Ηράκλειον Κρήτης
-Β. Ψιλάκη, «Ιστορία της Κρήτης», τόμος Β΄.
Μια άγνωστη επιστολή του Μοροζίνι για την παράδοση
Την παράδοση του Χάνδακα στους Τούρκους περιγράφει σε μια άγνωστη επιστολή του, την οποία φέρνομε στο φως για πρώτη φορά, ο αρχιστράτηγος των Ενετών Φραντζέσκο Μοροζίνι. Την επιστολή είχε συντάξει στις 6 Οκτωβρίου 1669 στην Ντία, όπου στάθμευσε μετά την αναχώρησή του από την κατακτημένη πόλη. Αποδέκτες της ήταν η Γαληνότατη Δημοκρατία αλλά και βασιλικές αυλές της Ευρώπης. Ο ίδιος ο Μοροζίνι ενημέρωνε τους προϊσταμένους του αλλά και τη χριστιανική Ευρώπη για το μοιραίο τέλος του πολύχρονου αγώνα.
Όπως έγραφε ο αρχιστράτηγος, «στις 27 Σεπτεμβρίου οι δυνάμεις μας βγήκαν από τον Χάνδακα και άφησαν την πόλη στους Τούρκους, σύμφωνα με τα άρθρα της συμφωνίας».
Ο Μοροζίνι με αυθεντικό τρόπο, ως αυτόπτης των γεγονότων, μας δίνει έγκυρες πληροφορίες για τι έγινε εκείνη την ημέρα, αλλά και στις 4 Οκτωβρίου που ο Κιοπρουλή μπήκε στον Χάνδακα. «Την ίδια μέρα- έγραφε- τα κλειδιά της πόλης στάλθηκαν στο Βεζίρη, ο οποίος τα παρέλαβε με πολλές εκδηλώσεις ενθουσιασμού και αντάμειψε με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό τον άνθρωπο που του τα έφερε. Εκείνος έστειλε αμέσως στην πόλη μεγάλο αριθμό ανθρώπων του να την απολυμάνουν και να βγάλουν τα νεκρά σώματα έξω από τις τέσσερις κυριότερες εκκλησίες, δηλαδή, του Αγίου Φραγκίσκου, του Αγίου Τίτου, του Αγίου Σαλβαδόρ και του Αγίου Πέτρου, τους οποίους προορίζει να μετατρέψει σε τζαμιά, εργασία στην οποία οι Τούρκοι δαπάνησαν ήδη πολλές ώρες.
Στις 4 Οκτωβρίου ο Μέγας Βεζίρης έκανε την επίσημη είσοδό του από την Πύλη του Αγίου Ανδρέα μαζί με όλο το στρατό του, ο οποίος ανέρχεται περίπου σε 15.000 στρατιώτες, με 10 ή 11.000 επίλεκτους, και άλλους απαραίτητους ακολούθους. Βρήκε την πόλη άδεια, χωρίς εμπορεύματα και προμήθειες. Απέμειναν πίσω μόλις δύο Έλληνες, τρεις Εβραίοι και οκτώ άλλοι φτωχοί ξένοι, τους οποίους ο Βεζίρης θα μπορούσε επίσης να απομακρύνει, αλλά αυτοί θεώρησαν προτιμότερο να αλλάξουν την πίστη τους παρά την πόλη τους, και έγιναν Τούρκοι».
Οι διαπραγματεύσεις για τη συνθηκολόγηση, μέσα από ένα αγγλικό υπόμνημα της εποχής
Ένα συγκλονιστικό τμήμα, σαν ένα πραγματικό «ζωντανό» ρεπορτάζ, από ένα κείμενο που αναφέρεται στην πολιορκία και την πτώση του Χάνδακα, αναδημοσιεύομε στη συνέχεια. Το κείμενο είναι σύγχρονο των γεγονότων και για πρώτη φορά δημοσιεύτηκε το 1949 στα «Κρητικά Χρονικά» από τον Χ. Χιονίδη. Το συγκλονιστικό του στοιχείο εμφανίζεται στο σημείο των διαπραγματεύσεων για τη συνθηκολόγηση. Ο συγγραφέας του παραμένει ανώνυμος, αλλά μπορούμε να υποθέσομε ότι ήταν ο γραμματέας του διαπραγματευτή των Ενετών, ο άνθρωπος που κρατούσε για λογαριασμό του Μοροζίνι τα πρακτικά. Είναι τόσες οι λεπτομέρειες που αναφέρει ο συγγραφέας για την πρόοδο των διαπραγματεύσεων, ώστε δεν θα πρέπει να ήταν μόνο παρών σʼ αυτές, αλλά και να κρατούσε πρακτικά. Έτσι, μόνο ο νεαρός γραμματέας του εκπροσώπου του Μοροζίνι Σκωτσέζος συνταγματάρχης Ανάντης θα μπορούσε να είναι ο συντάκτης.
Στο ίδιο το κείμενο όμως αναφέρεται ότι το Σκωτσέζο συνταγματάρχη συνόδευε μόνο ένας νεαρός πρακτικογράφος. Είναι γνωστό όμως ότι στις διαπραγματεύσεις εκτός από τον Ανάντη συμμετείχε και ο Κρητικός ευγενής Στέφανος Σκορδίλης. Είναι άραγε ο Σκορδίλης ο νεαρός γραμματέας, που αναφέρει το υπόμνημα; Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι πιθανότατα και ο συγγραφέας του.
“... Την επομένην τα άρθρα διετυπώθησαν και τόσον πλήρως, ώστε κατά την υπόδειξιν του Ιμπραΐμ Πασά, ηδύναντο να δημοσιευθούν. Ο Αρχιστράτηγος και το Συμβούλιον τα εμελέτησαν τελείως και τα υπέγραψαν και ετέθη η σφραγίς του Αγ. Μάρκου; και ομοθύμως ανταπεκρίθησαν εις την υπό του Μεγάλου Βεζύρου παρασχεθείσαν ευχέρειαν να μεταβούν και να δεχθούν, συμφώνως προς την επιθυμίαν των, εκείνα τα οποία προς τον αυτόν σκοπόν διετύπωσε, μεταφρασθέντα εις την τουρκικήν γλώσσαν υπό του Παναγιώτη (σ.σ. ο Παναγιώτης Νικούσιος διερμηνέας της Υψηλής Πύλης). Ητο τότε απόγευμα, όταν ο προμνημονευθείς Αχμέτ Πασάς τους ειδοποίησεν, ότι ο Μέγας Βεζύρης ανέμενε να εμφανισθούν προ αυτού. Τότε αυτός (ο Ανάντης) και ο μνημονευθείς νέος, ο οποίος τον συνώδευεν ως γραμματεύς της εξοχότητός του και ο οποίος παρευρέθη εις όλας τας συναντήσεις και εχρησιμοποιήθη ως σύνδεσμος μεταξύ του Ανάντου και της εξοχότητός του του Αρχιστρατήγου, οι δύο αυτοί, λέγω, ίππευσαν κατεσπευσμένως ομού και εσυνέχισαν τον δρόμον των; ο Πασάς εβάδιζεν εις απόστασιν 15 βημάτων προ ημών, με συνοδείαν 20 υπηρετών περιβαλλόντων τον ίππον του, και έξ βήματα όπισθεν αυτού ηκολούθει εις Υποπασάς των Γενιτσάρων έφιππος, με τον αυτόν αριθμόν υπηρετών όπισθέν του. Επειτα, 4 ή 5 βήματα όπισθεν ημών ήρχοντο έφιπποι ο γνωστός Αγάς, ο Chiagaia Βέης του Ιμπραΐμ Πασά και είς Τζορμπατζής των Γενιτσάρων με τους υπηρέτας των. Ολη συνοδεία αυτή εβάδιζε μεταξύ δύο στοίχων εκ 500 Γενιτσάρων, τόσον καλώς τεταγμένων, ώστε να φαίνεται εκάστη πλευρά ως είς τοίχος επεστρωμένος με τάπητας. Βαίνοντες ούτω προς τα οικήματα του Πασά, επροχώρησαν 2 μίλια περίπου και έφθασαν εις την κοιλάδα του Γιόφυρου, όπου ίστατο έν περίπτερον μετρίως υψηλόν και ευρύχωρον, έχον τρία δωμάτια, με στρογγύλην σφαίραν εξ επιχρύσου ξύλου εις την κορυφήν του ενός μόνον εξ αυτών. Το περίπτερον περιεζώννυτο με πράσινον ύφασμα μιμούμενον τοίχον, ο οποίος ήτο υψηλότερος από έφιππον. Εντός του περιβόλου τούτου υπήρχον μερικά άλλα περίπτερα, άλλα χαμηλότερα κάπως. Οταν έφθασαν εις την πύλην του περιβόλου, ο Αγάς και η συνοδεία του αφίππευσαν με ελαφράν αβράν κίνησιν. Αφού έγινε τούτο, ωδηγήθησαν εις την αυλήν την άγουσαν εις το περίπτερον; έξω των θυρών ήσαν τοποθετημένα τρία λάβαρα εξ επιχρύσου ξύλου, υψηλά όσον ξίφος ιππικού, με ορειχαλκίνην επίχρυσον σφαίραν εις την κορυφήν και, περίπου μίαν παλάμην κάτω ταύτης, ουράν ίππου κρεμαμένην. Εφθάσαμεν τότε εις μίαν άνοδον έξ βαθμίδων, κατεσκευασμένην άνω του εδάφους και επεστρωμένην με τάπητας, και διʼ αυτής ανήλθομεν εις το πρώτον δωμάτιον του περιπτέρου, τον προθάλαμον ή εντευκτήριον, το οποίον ακριβώς εις το μέσον εκαλύπτετο με χρυσούν ύφασμα; παρά τους πόδας τούτου και επί του εδάφους υπήρχε μακρά σειρά προσκεφαλαίων με ερυθρόν περίβλημα, πλαισιούμενον με μεταξωτά και χρυσά κρόσια. Το έδαφος ήτο επενδεδυμένον με λεπτάς σανίδας και καλλιτεχνικώς επεστρωμένον. Ο Ανάντης εκάθησεν έναντι του “ουρανού” ή υφάσματος του Κράτους, επί θρανίου άνευ ερεισινώτου, κεκαλυμμένου με βελούδον πυρρού χρώματος, όπου μόλις είχε παραμείνει περί το τέταρτον της ώρας, ότε ο Αχμέτ Αγάς εισήλθε και του ένευσε να μεταβή εις το άλλο δωμάτιον, το δεύτερον του περιπτέρου, το οποίον είχεν ανάλογα παραπετάσματα και τάπητας του πρώτου, αλλά σκευήν νεωτέραν και ωραιοτέραν. Ο Μέγας Βεζύρης εκάθητο εις το έτερον άκρον επί μαλακών προσκεφαλαίων, που εφαίνοντο ως δυο μεγάλα στρώματα επενδεδυμένα με την πλέον έξοχον πορφύραν, και έχων 4 μεγάλα προσκεφάλαια τοποθετημένα εις σειράν δια να στηρίζεται, ενδεδυμένα με χρυσούν ύφασμα, ινδικόν έργον ερυθράς αποχρώσεως· πλησίον του υπήρχε προμετωπίς υφάσματος χρυσού κεντητού υψηλοτέρα λόγχης και πλατεία όσον το περίπτερον. Ολοι οι εκλεκτοί του στρατεύματος ίσταντο κύκλω του εις πυκνήν τάξιν προς αλλήλους και όλοι με πλουσίαν περιβολήν. Μόλις επλησίασαν τον Βεζύρην εις απόστασιν τριών μέτρων ή περίπου τόσον, ο διερμηνεύς Παναγιώτης τους εσταμάτησεν εκεί. Τότε απεκαλύφθησαν και υπεκλίθησαν, κάμνοντες μεταβολήν δια να καλυφθούν εκ νέου· εις τον χαιρετισμόν τούτον ο Μέγας Βεζύρης νεύων την κεφαλήν τούς ηυχήθη το καλώς ώρισαν. Και τότε ο Ανάντης ήρχισε την αγόρευσίν του:
Τώρα που ο Θεός μετά τόσον οχληρόν πόλεμον απεκατέστησε την ειρήνην μεταξύ των δύο αυθεντιών, αι οποίαι πάντοτε υπήρξαν υπερήφανοι δια την διακεκριμένην και λίαν στενήν φιλίαν μεταξύ των, η αυτού εξοχότης ο Αρχιστράτηγος εις μαρτύριον τούτου τον απέστειλαν, ίνα δηλώση ενώπιον αυτού την φιλίαν του και να τον βεβαιώση δια τας καλάς σχέσεις μεταξύ της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας και της Οθωμανικής Πύλης, όπως είχον άλλοτε υπάρξει εις το παρελθόν, και από τα επακόλουθα δύναται να συναχθή, ότι η εξοχότης του έχει ως μόνον σχέδιον να παραμερίση και να εκμηδενίση παν μίσος και εχθρότητα μεταξύ αυτών. Ο Μέγας Βεζύρης απήντησεν εις τα φιλοφρονήσεις αυτάς με λίαν επίσημον ύφος, λέγων ότι εδέχετο λίαν ευμενώς τους λόγους της εξοχότητός του του Αρχιστρατήγου, όστις κατηύθυνεν εαυτόν προς την αποκατάστασιν της ειρήνης ταύτης, όχι άνευ λόγου, διότι γνωρίζει πολύ καλώς πόσον μεγάλα ωφέλη θα εκπηγάσουν δια την Γαληνοτάτην Δημοκρατίαν από την στοργήν και την εύνοιαν του Σουλτάνου. Ο Ανάντης απήντησεν, ότι η Γαληνοτάτη Δημοκρατία κατέβαλε πάσαν προσπάθειαν με θερμόν ζήλον να καλλιεργήση την φιλίαν με την Οθωμανικήν Πύλην και δεν έλαβε τα όπλα παρά μόνο προς υπεράσπισιν εαυτής, όταν προέκυψεν η ανάγκη, πράγμα το οποίον επιτρέπει ο νόμος της φύσεως· δια τούτο δύναται να είναι βέβαιος, ότι θα δειχθούν εις το μέλλον επιμελέστεροι δια την διατήρησιν αυτής. Ο Μέγας Βεζύρης απεκρίθη, ότι η Γαληνοτάτη Δημοκρατία θα εύρη την αυτήν ανταπόκρισν ανά πάντα χρόνον εκ μέρους του Σουλτάνου. Μετά ταύτα παρουσίασαν τα άρθρα της συνθήκης, υπογεγραμμένα και εσφραγισμένα, και ο Ανάντης τα παρέδωσεν εις χείρας του Βεζύρου, λέγων ότι, αφού ταύτα ηρμηνεύθησαν και αφωμοιώθησαν υπό των εντεταλμένων και ημών εν ονόματι του Αρχιστρατήγου, ήλθομεν τώρα ενώπιον των, ίνα λάβωμεν το αντίστοιχον εις τουρκικήν γλώσσαν, υπογεγραμμένον και εσφραγισμένον με την σφραγίδα σας, κατά τον συμφωνηθέντα τύπον και με τον όρκον να τηρηθή. Τα άρθρα ταύτα, εγχειρισθέντα εις τον μέγαν σφραγιδοφύλακα του Σουλτάνου, ο οποίος ίστατο πλησίον του Βεζύρου μετά του Chian Πασά, του αρχιγραμματέως και θαλαμηπόλου αυτού, παρεδόθησαν υπʼ αυτού εις τον Μέγαν Βεζύρην, όστις εθεώρησε την σφραγίδα και την υπογραφήν και τα έδωσεν εις τον Παναγιώτην, παραγγέλλων να αναγνώση όνομα προς όνομα τους υπογραφομένους· αφού έγινε τούτο, έλαβε τουρκιστί συντεταγμένον το έγγραφον και το παρέδωσεν εις τον αρχισφραγιδοφύλακα, όστις το ενεχείρισεν εις τον Ανάντην· και ούτος μετʼ επιμελείας το εξήτασε και ιδίως την σφραγίδα· αφού ετελείωσε και αυτή η διατύπωσις, ο Μέγας Βεζύρης είπεν, ότι όλα ήσαν εν τάξει και ότι τώρα ήσαν καλοί φίλοι. Τότε ο Ανάντης εξεφώνησε βραχύν λόγον, επαινετικόν του Βεζύρου, όστις τον ήκουσεν ευχαρίστως και του είπεν, ότι επεθύμει να χαιρετίση εξ ονόματός του τον Αρχιστράτηγον. Ακολούθως ο Βεζύρης αντήλλαξε μίαν ή δύο λέξεις με τους θαλαμηπόλους του και του παρουσίασαν δύο περσικάς στολάς χρυσοκεντήτου υφάσματος και τας προσέφερεν εις αυτούς. Αφού εδόθη το δώρον τούτο, ανεχώρησαν και επέστρεψαν κατά τον αυτόν τρόπον και με την αυτήν συνοδείαν εις το διαμέρισμα του Πασά. Ενταύθα η μετάφρασις, παρατιθεμένη κάτω του κειμένου, παρεδόθη εις τον Ανάντην υπό του Παναγιώτη, γεγραμμένη δια χειρός του· διεξήλθε ταύτην και εύρεν ότι είχον παραλείψει εις το δεύτερον άρθρον τας εδαφικάς περιοχάς της Σούδας, Γραμβούσας και Σπιναλόγγας· διεμαρτυρήθη τότε κατά της διατυπώσεως των άρθρων, χαρακτηρίσας ταύτα ως ανίσχυρα και άκυρα, διότι ηλλοιώθησαν παρά την γενομένην συμφωνίαν. Ο Παναγιώτης απήντησεν, ότι ήτο η θέλησις του Βεζύρου να παραλείψουν ταύτα, διότι τα φρούρια δεν δύνανται να έχουν εδαφικάς περιοχάς· αλλʼ ο Ανάντης επέμενεν επʼ αυτού και εδήλωσεν, ότι η παράλειψις αυτή ισοδυνάμει προς παραβίασιν του λόγου των, αφού κατά την γενομένην σύμβασιν έπρεπε να διατυπωθή τούτο ούτω. Είχε τα μέγιστα ταραχθή δια την απάτην και κατόπιν ειδοποίησε περί τούτου την εξοχότητά του, όστις του παρήγγειλε να επιστρέψη αμέσως εις τα διαμερίσματα του Πασά και να του είπη, ότι εσκόπευε να κηρύξη την συνθήκην άκυρον, αν δεν διωρθούτο το διαπραχθέν σφάλμα. Εξεπλάγη ούτος δια τας αποφασιστικάς αυτάς προτάσεις και έσπευσε να το δικαιολογήση λέγων, ότι τα φρούρια δεν είχον εδαφικάς περιοχάς. Αλλʼ ο Ανάντης τον έπεισε τελείως με το σημείωμα αυτού του Παναγιώτου, το οποίον τότε είχεν ανά χείρας, εις το οποίον περιείχετο τί είχε προηγουμένως αποδεχθή. Είπεν εις τον Ανάντην, ότι έπρεπε να επανέλθη την επομένην, διότι ήτο αργά, και του έδιδε τον λόγον του, ότι θα ετακτοποείει το χωρίον τούτο του άρθρου. Η απάντησις αύτη μετεδόθη εις την εξοχότητά του, όστις του ανέθεσε να μεταβή την επομένην εις τον Πασάν με εντολήν να ζητήση δήλωσιν επʼ αυτού, ανεξαρτήτως εκείνου που αυτός είχε κάμει. Αλλʼ ο Πασάς, ο οποίος δεν είχε διάθεσιν να κάμη άλλην δήλωσιν, είπεν, ότι θα διετύπωνον εκ νέου τα άρθρα εις την τουρκικήν γλώσσαν με την πρόσθετον αυτήν ειδικήν επεξήγησιν, ότι ως εδαφικαί περιοχαί των φρουρίων εννοούντο οι παρακείμενοι βράχοι, οι οποίοι ήσαν εντός της ακτίνος δράσεως των πυροβόλων εκάστου των φρουρίων τούτων, ώστε δεν εχρειάζετο να κάμουν νέα άλλα άρθρα, αφού τα παλαιά θα διωρθούντο. Η εξοχότης του ήτο απολύτως κατά της νέας αυτής διορθώσεως, υποστηρίζω, ότι δεν θα άφηνε πλέον τα άρθρα αυτά να εξέλθουν των χειρών του. Ο Πασάς απήντησεν, ότι δεν ηδύναντο να μείνουν έξω δύο φύλλα. Ο Ανάντης απήντησεν, ότι χθες, με βάσιν τον λόγον του και την πίστιν του, έκαμε να αναπετασθή η λευκή σημαία, και ότι, αν δεν ήθελε να τακτοποιηθούν τα πράγματα ικανοποιητικώς διʼ ημάς, ό,τι έγινε θα εθεωρείτο ως μη γενόμενον· ούτω βλέπων εις ποίον περίπλοκον σημείον έφθασαν τα πράγματα, εθεώρησεν ο Πασάς πρέπον να συγκατανεύση εις την προτεινομένην δήλωσιν, όπερ εξετελέσθη εντίμως και εγένετο δεκτόν κατά την επιθυμίαν των”.
“Οι άγγελοι ας με θλιβού· απόστολοι, προφήται,
που τώρα τσʼ εκκλησίες μου νʼ αδειάζουνε, θωρείτε·
αρχιερείς και μάρτυρες, όσιοι και δικαίοι,
και πρίκα ογιά λόγου σας τα σωθικά μου καίει.
Σύβασες γίνουνται σʼ εμέ κι αγάπες θε να κάμου,
μα τάχα νʼ απομείνουσι στη χώρα τα παιδιά μου;
Ωφού, πως δεν μπορεί δεντρό πρικοφαρμακωμένο
παρά να δίδει τον καρπό πικρό και βρωμεσμένο,
πως θα με παραδώσουνε, γιατί λαό δεν έχω
και τα τειχιά μου ερίξανε κʼ ίντα καλό απαντέχω;
Ωφού, κι απού ʽ τον αφορμή σε τούτη μου τη μάχη
κʼ εχάθη τόσος άνθρωπος, στα ίδια μου να λάχει!
Και που ʽναι τόσοι Χριστιανοί; Στο χώμα μέσα λυούνε!
Κʼ οι άρχοντες της Βενετιάς πουʼ νʼ, οι Ρωμαίοι πουʼ ναι;
Τώρα που θα με δώσουνε θαμπώνεται το φως μου,
οπού ʽτον χρόνοι και καιροί παίνεμα το δικό μου.
Ωφου, δε δύνομαι να βρω τρόπο, για να μπορέσω
στον πόνο τον αμέτρητον οπόχω να φελέσω.
Γιάντα, Φραντσέζε, με χαρά ήλθες κι αρνήθηκές με
με δίχως φόβο, κι έφυγες, κʼ ετουρκοσκλάβωσές με;
Τάχατες εις το Χάνδακα ήλθες να ξεφαντώσεις;
Τάχατες δε το κάτεχες πως θέλεις να μαλώσεις;
Δεν ήσυρνες πολλότατους άνδρες και παλληκάρια
οπού ʽχανε τη δύναμη κʼ εδείχναν σα λιοντάρια;
Κʼ εκείνοι ήτον αφορμή κʼ εθέλανε ξεγνοιάσει
οι φρόνιμοι της Βενετιάς, λέγοντας δεν αλλάσσει
των βασιλιάδων η βουλή, μα σʼ ό,τι κι α βαλθούνε
θέλουνε να το κάμουνε, πλήσα να παινεθούνε.
Μʼ αν τούτος οπού μου ʽστειλε, ήθελε να μισέψει,
ας είχε πάγει μοναχός κι όχι να ʽχει αδικέψει,
κι επήρε τους σολντάδους μου οπού ʽχα μετά μένα·
τούτες τες μέρες θρήνομαι τα μόχου καμωμένα.
Καμπόσοι εδείξανε ανδρειά και καβαλιεροσύνη,
καλά κι αν αποθάνασι, έχουν τιμήν εκείνοι.
Κι αφέντης οπού διάβηκε, όλοι τον επαινέσα,
γιατʼ ήκαμε πολλή τμή εις το φουσάτο μέσα.
Κʼ οι άλλοι όλοι εφύγανε οπού ʽρθαν να μαλώσου
κʼ ελέγασιπ ως είνʼ καιρός του Τούρκο να με δώσου·
ετούτο όλοι εθέλανε και τούτο εμιλούσα
και τον καιρό οπού κάμανε πάντα το καρτερούσα,
οπού ʽρθε σε βοήθεια μου και το λαό μου επήρε·
Ευρώπη, δάρσου σήμερο και τα μαλλιά σου σύρε!
Εσίμωσε το τέλος μου, ώφου, για να σε δώσου,
να λάβουνε ξεκούραση, κʼ εμένα να σκλαβώσου.
Σήμερον απού το Θεό είναι αποφασισμένο,
και τʼ όνομά του προσκυνώ κι ας είναι δοξασμένο”.
Οταν αρχίσανε να μισεύγουσι και κλαθμός
Απείτις απογράψανε τες σύβασες και σάζου,
μέρες οκτώ των έδωκε, για να μπορού νʼ αδειάζου·
και εν τω άμα τουφεκιές, λουμπάρδες κατατούνε
και βροντισμό και συρισμό όλοι τως δε γροικούνε.
Οξω και μέσα γίνηκε τότες μια ομονοία
κʼ οι Τούρκοι, Φράγκοι και Ρωμιοί δεν είχανε μανία.
Οι Τούρκοι των ελέγανε, όποιος θε νʼ απομείνει·
αμέ δεν εγραφτήκανε κι ουδένα δεν αφήνει
ο γενεράλες, κʼ ήλεγε όλοι γοργό να βγούσι,
τα πράματα να κουβαλού, να πα μπαρκαριστούσι,
στη Ντία να τους παίρνουσι, κʼ εκεί να καρτερούσι
τʼ αρσίλια να ʽρδινιάσουσι κι όλοι εκεί να μπούσι.
Τα σπίτια τωνε τʼ μορφα αρχίσανε νʼ αδειάζου,
και τες γυναίκες έβλεπες ετότες να χουγιάζου,
πως έχου να περάσουνε, το τι θε να γενούσι,
κʼ εθέλαν όλοι οι Ρωμιοί στη χώρα να σταθούσι·
μα οι πρώτοι δεν τσʼ αφήνανε, μα πηαίνα και τους βγάνα
κʼ είχανε βάρκες σʼ ορδινιά και μέσα τους εβάνα.
Κʼ εκοίταζες οληνυκτίς τες βάρκες να φορτώνου,
γυνάικες, άνδρες, πράματα στη Ντία να τα σώνου.
Εις το νησί να βγαίνουσι κʼ οι βάρκες να γυρίζου
εις το μαντράκι νʼ ρχουνται, να τους ξαναγεμίζου·
τα πράματα να χάνουνται κʼ ενούς τʼ άλλού να παίρνει,
στες ρούγες να τʼ αφήνουσι, λύπηση πλιά να φέρνει·
κι αντίς για δάκρυα, αίματα ετύχαινε να τρέχου,
και που θε να τους πάσινε, όλοι να μην κατέχου.
(ΧΑΝΔΑΚΑΣ)
“Τόσους οπού θανάτωσαν, όλπιζαν να γλυτώσου
κʼ εις τη φτωχή τη χώρα μου ελευτεριά να δώσου
κʼ εκεί απʼ ανίμεναν χαρά, βάσανα τους ευρήκα,
και να μετρήσει τις μπορεί την αμέτρή μου πρίκα!
Ωφού, χαρά που θα γενεί, Τούρκοι, πολλά χαρήτε,
γιατί αγάπη γίνεται και πλιο δε θα χαθήτε.
Ωφού, πως θα με πάρουνε δεν αναυχαριστούμαι,
γιατί γροικώ σʼ όλη τη γην απάνω και παινούμαι·
γα μένα αγάπη θα γενεί να βρίσκεται και να ʽναι,
αγάδες αναλύπητοι, κʼ εσύ βιζίρη πλάνε·
μα έρχισαν κʼ οι Χριστιανοί να φεύγου να μʼ αφήσου,
κʼ οι Τούρκοι μόνο μετά με έχου να κατοικήσου.
Οχι, ποτέ μηδέ γενεί, όχι μη μʼ αρνηθήτε,
κι ως τώρα με πολλές τιμές όλοι σας με κρατείτε.
Ωφού, νεκρή δε βρίσκομαι, ούτε κι αποθαμένη,
και μόνια μη μʼ αφήσετε την πολυαγαπημένη,
την Κρήτη σας τη θαυμαστή, το θαύμασμα του κόσμου,
οπού ʽστε μετά λόγου μου κʼ ήτονε στολισμός μου.
Μα ποιο θεριό αλύπητο κι αμέρωτο λιοντάρι,
στη σκλάβωσι που καρτερώ, λύπηση να μην πάρει
σε τούτη την αμέτρητη πληγή την εδική μου
κι εις το κακό τʼ αγιάτρευτο οπού ʽρθε στο κορμί μου;
Κλαίτε με, φίλοι και δικοί, κλαίτε με την καημένη,
κλαίτε με, ολʼ οι Χριστιανοί, την παραπονεμένη!
Γης και φωτιά και το νερό, συγκλάψετέ με ομάδι
και, ουρανέ, την όψη σου σκέπασε με μαγνάδι·
και τʼ αστραποβροντίσματα το νέφαλο ας παίξει
να σκοτιστεί ο ήλιος, σʼ εμένα να μη φέξει!
Κλαίτε με, βρύσες, ποταμοί, λίμνες και ορυάκια κι όλα,
όρη και κάμποι και βουνά, ρόδα και πάσα βιόλα!
Με δάκρυα κλαίτε σήμερο, λουλούδια μυρισμένα
και κάμποι ανθοστόλιστοι και δέντρη μου ανθισμένα!
Κλαίτε με, τʼ άστρα τʼ ουρανού, τα νέφη, το φεγγάρι,
ολʼ οι πλανήτες, κʼ η Πιλιά πρίκα για μένα ας πάρει!
Ηλιε, το φως σου σήμερο σε σκότος ας αγυρίσει,
ογιά σημάδι, να σε δου σʼ Ανατολή κʼ εις Δύση,
για να γνωρίσουν πως εγώ ευρίσκομαι στο τέλος,
να κλάψουν όσοι μεʼ δασι, με της καρδιάς το μέλος.
Μηδέ γενούσι πωρικά· βότανα, ξεραθήτε
στα τόσα πλήσα βάσανα οπού σʼ εμέ θωρείτε,
το πως μʼ εδώκα των Τουρκώ, το πώς μʼ επαραδώσα
στα χέρια των Αγαρηνώ και το σταυρόν ελειώσα!
Ας κλαίγει και το πέλαγος, τα ψάρια ας χωστούσι,
κι ό,τι κι αν έχει μέσα του για λόγου μου ας θλιβούσι.
Τα κτήνη κι όλα ταʼ ρπετά ας κλάψουν ογιά μένα,
όσα στην Κρήτη κατοικούν τα πολυπρικαμένα.
Ας κλάψουνε και τα πουλιά, πέρδικες και τρυγόνια,
τʼ αηδόνια κι όσα κιλαδούν κι όλα τα χελιδόνια.
Φωτιές κι αέρας και νερό κʼ η γης η πλουμισμένη,
ο ουρανός, τα κτίσματα, κι ανθρώποι πλουτισμένοι,
στην πρίκα μου τη σημερνή, ογιά να τηνέ δούσι,
την πλήσα και την άδικη, για να με λυπηθούσι.
Που ʽστε τεχνίτες θαυμαστοί, που ΄σαι, μαρκέζε Βίλα,
πού θα χαθούν οι τέχνες σας που ʽκάνετε με ξύλα;”.
(Από τον “Κρητικό Πόλεμο”
του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή,
σε επιμέλεια του Στυλιανού Αλεξίου
και Μάρθας Αποσκίτη).
απο:http://www.patris.gr/articles/165842/101669
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment