Στις φωτογραφιες1)Ο Νικος Ξυλουρης στην εξεγερση του Πολυτεχνειου.Ο Ξυλουρης ηταν εκει να ενθαρρυνει τους φοιτητες
2)Απο συναυλια με τον Σταυρο Ξαρχακο.Τυχεροι οσοι ειχαν βρεθει στις συναυλιες του Ψαρονικου,σιγουρα εζησαν αξεχαστες στιγμες
3&4)Στο προσωπο του Νικου Ξυλουρη διαβαζει κανεις ολα αυτα που σημαινει η Κρητη...
5)28 χρονια μετα το θανατο του,σαν να μην εφυγε ποτε.Ειναι παντα εδω με τα τραγουδια του και τη σταση ζωης που ειχε...
"Κόσμε χρυσέ, κόσμε αργυρέ - κόσμε μαλαματένιε
- κόσμε και ποιός σε χάρηκε - και ποιός θα σε κερδίσει -
ψεύτη κόσμε - μα εγώ 'μαι που σε γλέντησα -
εγώ θα σε κερδίσω - ψεύτη κόσμε
- πεζός περπάτου στα βουνά - στους κάμπους καβαλάρης - ψεύτη κόσμε"
Σαν σημερα πριν 28 χρονια ανοιξε τις φτερουγες του και πεταξε ο σταυραετος της Κρητης. Αθανατε Νικο Ξυλουρη,σ'ευχαριστουμε για ατελειωτη προσφορα της ψυχης σου,για την αξεπεραστη κληρονομια που μας αφησες,γιατι ανεβασες την Κρητη πιο ψηλα,και εμας υπερηφανους να δηλωνουμε πατριωτες σου.
Σ'ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ εμεις οι φιλοι του ΟΦΗ,ξεχωριστα και για εναν παραπανω λογο,γιατι εγινες ενας απο μας,και προηδρευσες του συνδεσμου των φιλαθλων της μεγαλυτερης ομαδας του νησιου που σε γεννησε,τιμωντας την ομαδα μας,και την καταγωγη σου.... Για ολα αυτα ΝΙΚΟ σ'ευχαριστουμε,δεν σε ξεχνουμε,και θα εισαι σε ξεχωριστη θεση στην καρδια μας,σταυραετε της Κρητης.
Γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1936 στα Ανώγεια της Κρήτης .Είναι 5 χρονών όταν οι κατακτητές Γερμανοί καίνε το χωριό του και μεταφέρουν τους κατοίκους του, πρόσφυγες στο Μυλοπόταμο. Επιστρέφουν στ΄Ανώγεια μετά την απελευθέρωση. Από πολύ μικρός δείχνει την κλίση του στο τραγούδι και στη λύρα. Στα δώδεκα ο πατέρας του τού αγοράζει την πρώτη του λύρα για να εξελιχθεί πολύ γρήγορα σ΄ έναν από τους πλέον περιζήτητους σε γάμους, βαφτίσια και λοιπές κοινωνικές εκδηλώσεις, οργανοπαίχτες και τραγουδιστές της περιοχής του. Σε ηλικία 17 χρόνων κατεβαίνει για πρώτη φορά να δουλέψει στο Ηράκλειο, στο κέντρο " Κάστρο". Όπως λέει αργότερα σε αφηγήσεις του, εκεί αρχικά τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. '...Εις τα ορεινά χωριά της Κρήτης δεν ημπορούσε να εισχωρήσει αυτό που εισχώρησε στις πόλεις. Εκεί χόρευαν ταγκά, βαλς, ρούμπες,σάμπες και είμαστε υποχρεωμένοι εμείς να τα μαθαίνουμε αυτά τα τραγούδια, να τα παίζουμε στα πανηγύρια και στους γάμους, για να μπορούμε να ζήσουμε και ΄μεις, να βγάλουμε τα έξοδα μας και να τους κάνουμε σιγά-σιγά ν΄ αλλάξουνε και να αγαπήσουνε την κρητική μουσική'. Στα τέλη του 1958 πραγματοποιεί την πρώτη του ηχογράφηση για δίσκο. Είναι το τραγούδι " Κρητικοπούλα μου"("μια μαυροφόρα όταν περνά"). Λίγους μήνες πιο πριν είχε παντρευτεί την Ουρανία Μελαμπιανάκη ,κόρη ευκατάστατης οικογένειας του Ηρακλείου. Εγκαθίστανται στο Ηράκλειο οι οικονομικές δυσκολίες είναι στην αρχή μεγάλες. Το 1960 γεννιέται το πρώτο τους παιδί, ο Γιώργος, και 6 χρόνια μετά το δεύτερο, η Ρηνιώ. Την επιτυχία του πρώτου εκείνου τραγουδιού ακολουθούν αρκετές ακόμα ηχογραφήσεις σε μικρά δισκάκια. Ακριβώς το 1966 βγαίνοντας για πρώτη φορά από την Ελλάδα, συμμετέχει σ΄ ένα φολκλορικό φεστιβάλ στο Σαν-Ρέμο και να παίρνει το πρώτο βραβείο. Το 1967 ανοίγει στο Ηράκλειο το πρώτο κρητικό κέντρο τον "Ερωτόκριτο". Τα πράγματα έχουν γίνει αισθητικά καλύτερα γι΄ αυτόν. Τον Φεβρουάριο του 1969 ηχογραφεί την ανοιχτή "Ανυφαντού", ένα τραγούδι που κυριολεκτικά "σπάει τα ταμεία" μέσα στην παραδοσιακή δισκογραφία της εποχής. Τον Απρίλη εκείνης της χρονιάς έρχεται για πρώτη φορά για εμφανίσεις στην Αθήνα, στο κέντρο "Κονάκι" και το Σεπτέμβριο εγκαθιστάτε μόνιμα στην πρωτεύουσα. Ο σκηνοθέτης Ερρίκος Θαλασσινός ,με τον οποίο γνωρίζονται στο "Κονάκι", μιλάει γι΄ αυτόν στον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο, Ήδη όμως από το 1965 οι δυνατότητες του αλλά και ο χαρακτήρας του έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον του διευθυντή -τότε- της δισκογραφικής εταιρείας COLUMBIA, του Τάκη Λαμπρόπουλου. Μετά και την επιτυχία της "Ανυφαντούς", το καλοκαίρι του 1970 ο Λαμπρόπουλος κατεβαίνει μαζί του στ΄ Ανώγεια, γίνονται κουμπάροι και ξεκινούν μια συνεργασία σε νέα πλαίσια. Πέρα από τα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης η φωνή του Ξυλούρη θα περάσει στη σύγχρονη "έντεχνη" δημιουργία επώνυμων συνθετών. Μέσω απ' αυτές τις επιλογές, μέλλεται η γνήσια κρητική έκφραση και το παραδοσιακό τραγούδι της Κρήτης να αποκτήσουν μια πανελλήνια εμβέλεια, μια δυναμική που ποτέ δεν είχαν στο παρελθόν, όσο μεγάλοι κι αν ήταν οι καλλιτέχνες, τραγουδιστές κι οργανοπαίχτες που την υπηρέτησαν. Με τον Γιάννη Μαρκόπουλο συνεργάζονται για πρώτη φορά στο "Χρονικό", μια ενότητα τραγουδιών που θέτει σε νέα βάση τη σχέση της παράδοσης με το παρόν. Έξι μήνες μετά κυκλοφορεί ο δίσκος-αναφορά στα "Ριζίτικα" της Κρήτης. Τον Μάιο του 1971 ξεκινούν κοινές εμφανίσεις στην μπουάτ "Λήδρα" στην Πλάκα. Μέσα στην καρδιά της δικτατορίας η φωνή του Ξυλούρη, είτε λέει τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, είτε παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, γίνεται σημαία αντίστασης. "Πότε θα κάνει ξαστεριά" ,"Αγρίμια κι αγριμάκια μου"...Ακολουθούν δυο ακόμα κύκλοι τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου, η "Ιθαγένεια" και ο "Στρατής ο θαλασσινός" αλλά και συνεργασίες με τον Σταύρο Ξαρχάκο ("Διόνυσε καλοκαίρι μας", "Συλλογή"), τον Χριστόδουλο Χάλαρη ("Τροπικός της παρθένου", "Ακολουθία") και τον Χρήστο Λεοντή ("Καπνισμένο τσουκάλι"). Το καλοκαίρι του 1973 κρατά τον καθοριστικό ρόλο τραγουδιστή σε μια παράσταση που ανεβάζουν η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος στο θέατρο "Αθήναιον" με αντικείμενο την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια. Είναι "Το μεγάλο μας τσίρκο" .Μέσα από τις αναφορές και τα τραγούδια του βρίσκει τρόπο έκφρασης το τεταμένο πολιτικό κλίμα που οδηγεί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Είναι από τις ελάχιστες επώνυμες παρουσίες στο χώρο που βλέπουν το φως της δημοσιότητας από τις εφημερίδες εκείνων των ημερών."Ο Νίκος Ξυλούρης ήταν χτες στο Πολυτεχνείο" ενημερωνουν, μετατρέποντας τον ήδη φορτισμένο πολιτικά τραγουδιστή σε "Κόκκινο πανι" της μεταλλαγμένης δικτατορικής κυβέρνησης που ακολουθεί. Από τη "Λύδρα" στην "Αρχόντισσα", μετά στην "Αποσπερίδα". Ξανά στη "Ληδρα", μετά στο "Κύτταρο" και στο "Θεμέλιο". Είναι οι έξι σταθμοί του στις μπουάτ μέχρι το 1979. Τα μεταπολιτευτικά χρόνια τραγουδά κάποια ακόμα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου και του Γιάννη Μαρκόπουλου. Παράλληλα ηχογραφεί τα "Αντιπολεμικά" τραγούδια του Λίνου Κόκοτου και του Δημήτρη Χριστοδούλου και κάποια μελοποιημένα από τον Ηλία Ανδριόπουλο ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη. Επανέρχεται όμως και στα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, ενώ λέει και κάποια λαϊκά τραγούδια του Στέλιου Βαμβακάρη. Με τον "Αργαλειό", το "Φιλεντέμ", τον "Πραματευτή" αλλά και το "Μεσοπέλαγα αρμενίζω" ακούγεται ξανά έντονα η φωνή του. Τώρα λέει και πάλι "τραγούδια ζωής". Είναι όμως η τελευταία φορά που ακούγεται. Ύστερα από ταλαιπωρία ενός χρόνου με την επάρατη νόσο, φεύγει για πάντα στις 8 Φεβρουαρίου του 1980.
Λες και ο Νίκος δεν έφυγε ποτέ»
28 χρόνια από το θάνατο του Νίκου Ξυλούρη
Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 1980.Το αηδόνι της Κρήτης, νικημένο από την επάρατο, αφήνει την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο του Πειραιά. Η φωνή που ταυτίστηκε με τον αντιστασιακό αγώνα των Ελλήνων ενάντια στην ξενόφερτη χούντα σίγησε για πάντα... Ο Πέτρος Αλιφραγκής, ένας σημερινός πενηντάρης από την "πάνω Ελλάδα", θυμάται: «Ήταν πρωί της 8ης Φεβρουαρίου και οδηγούσα το αυτοκίνητό μου. Θυμάμαι πως μόλις είχα περάσει το Νέο Μοναστήρι στο Θεσσαλικό Κάμπο, όταν άκουσα από το 2ο Πρόγραμμα το θλιβερό χαμπάρι. Σταμάτησα δεξιά και άρχισα να κλαίω σαν να είχε πεθάνει το πιο αγαπημένο μου πρόσωπο»... Γιατί αυτή ήταν τελικά η δύναμη του Ξυλούρη: «να τον θεωρεί ο καθένας μας κατάδικό του». Πέρασαν 26 ολόκληρα χρόνια από τότε, και ολόκληρη η Ελλάδα συνεχίζει αυτό το ιδιότυπο πένθος για τον Νίκο Ξυλούρη. Όχι τυχαία ασφαλώς, αφού ο θάνατός του ήταν το κύκνειο άσμα μιας ολόκληρης εποχής, τόσο πολιτικά όσο και καλλιτεχνικά. Όσοι προσπάθησαν έκτοτε να γράψουν ή να τραγουδήσουν πολιτικό τραγούδι έσπασαν τα μούτρα τους, λες και μια αόρατη δύναμη ήθελε να διαφυλάξει στην κιβωτό της μνήμης "τα όσια και τα ιερά" που συνέδεσαν την ύπαρξή τους με συγκεκριμένες καταστάσεις. Η Ουρανία Μοναχά η φωνή του Ξυλούρη παρέμεινε κοφτερό νυστέρι να χαράζει ουλές στην άνοστη, γεμάτη απαξίες εποχή μας: «Δε λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια, κούτσα μια και κούτσα δυο στης ζωής το ρημαδιό... Να σκοτώνονται οι λαοί για τ' αφέντη το φαΐ». Αναμφίβολα πρόκειται για φαινόμενο. «Είναι απίστευτο να υπάρχει τόση και τέτοια αποδοχή του Νίκου, κυρίως από τους νέους ανθρώπους, λες και δεν "έφυγε" ποτέ», λέει η σύντροφός του, κ. Ουρανία Ξυλούρη, την οποία συναντήσαμε στο δισκοπωλείο της Στοάς Πεσματζόγλου. Είναι το σημείο όπου δίνουν καθημερινά ραντεβού οι απανταχού της γης φίλοι του Ξυλούρη. Εκεί συναντήσαμε και τον πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου Ιεράπετρας κ. Κωστή Δερμιτζάκη, φαρμακοποιό, ο οποίος έψαχνε όλους τους δίσκους του Νίκου, γιατί ο γιος του, που είναι φοιτητής Φιλοσοφικής, «θα κάνει τη μεταπτυχιακή του εργασία στα μελοποιημένα ποιήματα των μεγάλων Ελλήνων ποιητών που τραγούδησε ο Ξυλούρης!», όπως μας είπε. Ο ίδιος θυμάται όταν άκουσε τον Νίκο στην μπουάτ "Θεμέλιο", στην Πλάκα, πως «ο καθένας μας ένιωθε ότι ο Ξυλούρης ήταν μόνο δικός του». Είκοσι έξι χρόνια μετά, "επώνυμοι", απλοί άνθρωποι και νέα παιδιά περνούν από το δισκοπωλείο έχοντας την αίσθηση ότι εκεί θα συναντήσουν τον ίδιο τον Ξυλούρη. Οι μουσικές εταιρείες βλέποντας την αποδοχή του Νίκου Ξυλούρη συνεχίζουν να παράγουν ακατάπαυστα αφιερώματα και πολυτελείς κασετίνες, «μάλλον για να αποκαταστήσουν τον Νίκο για αυτά που είχαν κάνει όσο ζούσε», λέει η κ. Ουρανία, η οποία πάντα πίστευε στο καταπληκτικό ένστικτο που είχε στις επιλογές του, «το οποίο δεν τον ξεγέλασε ποτέ». Υποβάλαμε μια σκληρή ερώτηση στην κ. Ουρανία Ξυλούρη: κατά πόσο ο θάνατος μεγέθυνε το μεγάλο αυτό τροβαδούρο και δημιουργό. Η απάντηση είναι αφοπλιστική: «Επειδή γνώριζα καλά πόσα ακόμη είχε ο Νίκος να δώσει, κατηγορηματικά σας λέω όχι». Ενδεικτικό πάντως της αγάπης του για την Κρήτη είναι και το γεγονός - που πρώτη φορά δημοσιοποιείται - ότι πολύ πριν το θάνατό του είχε αρχίσει να δουλεύει τον "Ύμνο της Βιάννου" για την καταστροφή της από τους Γερμανούς το 1943. Στ' Ανώγεια Ας ξετυλίξουμε όμως το κουβάρι του ανθρώπου που έμελλε από τα πρώτα του κιόλας καλλιτεχνικά βήματα να απογειώσει την κρητική μουσική. Γεννήθηκε στα Ανώγεια στις 7 Ιουλίου του 1936. Ήταν μόλις 5 χρονών όταν οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό του. Τα χρόνια ήταν δύσκολα, αλλά για την πολυμελή οικογένεια του Νίκου ήταν ακόμη δυσκολότερα. Μοναδική διέξοδος... η φυγή για την πόλη. Ο Νίκος Ξυλούρης εγκαθίσταται στο Ηράκλειο για να μάθει γράμματα, αλλά νωρίς-νωρίς δείχνει την κλίση του στη μουσική. Βλέποντας ένα συγγενή του να παίζει λύρα, του "καρφώνεται" η ιδέα να μάθει αυτό το όργανο. Οι αντιρρήσεις του πατέρα του κάμπτονται από το δάσκαλό του, που διέγνωσε το ταλέντο του. Έτσι σε ηλικία μόλις 10 ετών αποκτά την πρώτη του λύρα, ενώ ταυτόχρονα σταματά το σχολείο στη Γ' τάξη του δημοτικού. Μετά από ενάμιση χρόνο μαθητείας δίπλα στον Λεωνίδα Κλάδο, ξεκινά να βγάλει μεροκάματο παίζοντας σε γάμους και γιορτές σ' όλη την Κρήτη. Το 1953 εγκαθίσταται - ως καλλιτέχνης πλέον - στο Ηράκλειο, πιάνει δουλειά στο νυχτερινό κέντρο "Κάστρο" και τα βγάζει πέρα μόλις και μετά βίας. Το όνομά του γίνεται σιγά-σιγά γνωστό στο ευρύ κοινό. Σε μια αποκριάτικη γιορτή βλέπει την Ουρανία Μελαμπιανάκη, γόνο αριστοκρατικής οικογένειας, και την ερωτεύεται. Για ένα χρόνο τής κάνει καντάδα κάθε βράδυ, χωρίς ποτέ να έχουν μιλήσει! Η ταξική τους διαφορά τούς αναγκάζει να παντρευτούν κρυφά στις 21 Μαΐου 1958 και από το γάμο τους θα προέλθουν τα δυο παιδιά τους, ο Γιώργης και η Ρηνιώ. "Έβαλε ο Θεός σημάδι" Μέσα του βαθιά ριζωμένη η μουσική παράδοση της Κρήτης, και ο Ψαρονίκος δεν αντέχει τόσα χρόνια χωρίς να ηχογραφήσει μουσική του τόπου του. Έτσι μας χαρίζει "Τα που θυμούμαι τραγουδώ" (1975), και θα ακολουθήσουν "Τα Ερωτικά" και τα "Ξυλουρέικα". Ακολουθούν οι δίσκοι "Αντιπολεμικά" σε μουσική Λίνου Κόκοτου και Ηλία Ανδριόπουλου και σε στίχους Δ. Χριστοδούλου και Γ. Σεφέρη, καθώς και το "Σάλπισμα" σε μουσική Λουκά Θάνου και στίχους Βάρναλη, Καρυωτάκη, Σεφέρη κ.ά. Αν όμως μέχρι εκείνη τη στιγμή η τύχη στάθηκε δίπλα στον "Αρχάγγελο της Κρήτης", τώρα του γύρισε για τα καλά την πλάτη... Είμαστε στο 1979 και ο Ξυλούρης βρίσκεται στην καλύτερη στιγμή της καριέρας του. Το χειμώνα είναι το πρώτο όνομα στην μπουάτ της πλάκας "Θεμέλιο" και λίγο πριν τελειώσει η σεζόν γίνεται γνωστό ότι το καλοκαίρι θα "κατηφορίσει" σε παραλιακό κέντρο του Φαλήρου, παρέα με τη Βίκυ Μοσχολιού, που επίσης μεσουρανούσε. Δυστυχώς η "κατηφόρα" ήταν δίχως γυρισμό, καθώς το αηδόνι της Κρήτης έχει προσβληθεί από την επάρατο νόσο και εσπευσμένα μεταφέρεται στο περίφημο νοσοκομείο "Μεμόριαλ Χόσπιταλ" της Νέας Υόρκης. Οι αφίσες στους δρόμους της Αθήνας μπορεί να διαφήμιζαν τις εμφανίσεις του στο Φαληρικό Δέλτα, αλλά ο Ξυλούρης δε θα τραγουδήσει ποτέ πια... Στις 6 Φεβρουαρίου 1980 εισάγεται στο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Πειραιώς και μια ημέρα μετά πέφτει σε κώμα. Παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των γιατρών να τον κρατήσουν στη ζωή, η αρχαγγελική του φωνή σιώπησε για πάντα τα χαράματα της Παρασκευής 8 Φεβρουαρίου. Μια μέρα μετά, χιλιάδες λαού τον αποχαιρετούν με δάκρυα στα μάτια τραγουδώντας: «Έβαλε ο Θεός σημάδι παλικάρι στα Σφακιά κι ο πατέρας του στον Άδη άκουσε μια τουφεκιά. Της γενιάς μου βασιλιά, μην κατέβεις τα σκαλιά, πιες αθάνατο νερό να νικήσεις τον καιρό...». Στο αχανές Α' Νεκροταφείο Αθηνών η νεκρική βουβαμάρα εξαφανίζεται καθώς πλησιάζεις στην "οδό των καλλιτεχνών". Ο μεγάλος Ξυλούρης είναι ένας "μάχιμος" νεκρός που είκοσι έξι χρόνια μετά το θάνατό του συνεχίζει με τη δύναμη των τραγουδιών του να μας αγαλλιάζει και να τροφοδοτεί τις ψυχές μας. «Εγώ δεν τραγουδώ ξένα» Την ίδια εποχή με το γάμο του, ο Νίκος Ξυλούρης μπαίνει στη δισκογραφία σπάζοντας το "κατεστημένο" των μεγάλων Κώστα Μουντάκη και Θανάση Σκορδαλού. Για να μπει στο στούντιο χρειάστηκε η μεσολάβηση γνωστού πολιτικού παράγοντα, ο οποίος διαμηνύει στην "Οντεόν" πως «αν δεν πουλήσει ο δίσκος θα πληρώσω εγώ». Στις 21 Νοεμβρίου του 1958 κυκλοφορεί σε δίσκο 78 στροφών η "Κρητικοπούλα" και το "Δεν κλαίνε οι δυνατές καρδιές", στα οποία δεύτερη φωνή κάνει η γυναίκα του. Οι δίσκοι του γίνονται μεγάλες επιτυχίες. Η κρητική μουσική αρχίζει να εκτοπίζει την ευρωπαϊκή, που έχει αιχμαλωτίσει τα πάντα. «Να σου πω, οι άνθρωποι δεν ήξεραν την κρητική μουσική, αλλά την ευρωπαϊκή, και συχνά μας ζητούσαν να παίξομε ταγκά και βάλσα - ως και τη "Βιολετέρα" είχα παίξει», λέει ο ίδιος σε συνέντευξή του στην Όλγα Μπακομάρου. Ακολουθούν τα περίφημα 45άρια με την "Ανυφαντού", και τα "Καβγάδες με το γιασεμί", "Τζαναμπέτισσα", "Στο πρώτο βήμα της ζωής" και τόσα άλλα, που γίνονται μεγάλα σουξέ και κάθε του δίσκος γίνεται ανάρπαστος. Το 1966 θα πάρει μέρος σε διαγωνισμό φολκλορικού τραγουδιού στο Σαν Ρέμο και θα αποσπάσει το πρώτο βραβείο. Στην Αθήνα Ενώ ο Ξυλούρης βρίσκεται στο απόγειο της δόξας του στην Κρήτη, έρχεται στα Ανώγεια "καρφωτός" ο Λαμπρόπουλος της μεγάλης "Κολούμπια"... σκηνοθετώντας μια "κουμπαριά", μόνο και μόνο για να τον ηχογραφήσει και να τον πείσει να ανέβει στην Αθήνα, όπου ο Ξαρχάκος είχε ήδη γράψει τραγούδια για αυτόν. «Δεν τραγουδώ εγώ ξένα», ήταν η άμεση αντίδραση του Ξυλούρη. Για όσους, όμως, γνωρίζουν, δεν ήταν αυτός ο λόγος, αλλά είχε δώσει την υπόσχεσή του αλλού. Έτσι το 1969 ο Νίκος Ξυλούρης κάνει την πρώτη του εμφάνιση στο κέντρο "Κονάκι", στην Αθήνα, όπου γνωρίζει την αποθέωση. Σταθμός στην καριέρα του είναι ο Ηρακλειώτης σκηνοθέτης και ποιητής Ερρίκος Θαλασσινός, ο οποίος συστήνει στο συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο τη συνεργασία μαζί του. «Έχω ένα έργο και θέλω να το κάνουμε μαζί», του είπε τότε ο Γιάννης Μαρκόπουλος, και ο Ξυλούρης αρνήθηκε καθώς νόμιζε πως θα γυρίσουν κινηματογραφική ταινία! «Τι δουλειά έχω εγώ μ' αυτά;», είπε στο συνθέτη. Κι όταν του εξήγησε, γεννήθηκε το "Χρονικό" σε ποίηση Κ. Μύρη, ένα από τα σημαντικότερα έργα τόσο του συνθέτη όσο και του Ξυλούρη. Έξι μήνες μετά, κυκλοφορεί ο δίσκος με τα "Ριζίτικα", όπου ο Ξυλούρης ξεδιπλώνει όλες τις καλλιτεχνικές του αρετές και αποσπά το βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας "Σαρλ Κρος". Ακολουθούν οι εμφανίσεις στη θρυλική μπουάτ της Πλάκας "Λήδρα"... Η φωνή του σύμβολο αντίστασης στη χούντα Μέσα στην καρδιά της χούντας η φωνή του Ξυλούρη γίνεται σύμβολο της αντίστασης. Ξαφνικά όλοι οι επαναστατημένοι και προοδευτικοί άνθρωποι τραγουδούν το "Πότε θα κάμει ξαστεριά" και το "Αγρίμια κι αγριμάκια μου". Ακολουθούν δύο ακόμη κύκλοι τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου, που τραγουδιούνται - 35 χρόνια μετά - ακόμα. Πρόκειται για τα "Ιθαγένεια", "Ο Στρατής ο Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους" και "Θητεία". Ακολουθεί η συνεργασία με το μεγάλο Σταύρο Ξαρχάκο, που "γεννά" δύο καταπληκτικές δουλειές: το "Διόνυσε, καλοκαίρι μας" και τη "Συλλογή". Και φτάνουμε στο 1973. Είναι η στιγμή που ο Ψαρονίκος - κυριολεκτικά - απογειώνεται, καθώς είναι η ψυχή της παράστασης "Το μεγάλο μας τσίρκο" που έγραψε ο Ιάκωβος Καμπανέλλης με μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου. Ο Νίκος Ξυλούρης, δίπλα στην αξέχαστη Τζένη Καρέζη και στους Κώστα Καζάκο και Διονύση Παπαγιαννόπουλο, ξεδιπλώνει τη χάρη και το ταλέντο του ξεσηκώνοντας τα πλήθη. "Λαέ, μη σφίγγεις άλλο το ζωνάρι", "Και πάν' και πάνε", τραγούδια απίστευτης δύναμης, ξεσήκωσαν τον επαναστατημένο λαό και στην ουσία ήταν ο προάγγελος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. «Δημοψήφισμα για τη δημοκρατία» θα χαρακτηρίσει την παράσταση ο Καμπανέλλης. Άλλωστε, στα γεγονότα του Πολυτεχνείου ο "Αρχάγγελος της Κρήτης" δίνει βροντερά το "παρών", εμψυχώνοντας ζωντανά με το τραγούδι του τους εξεγερμένους φοιτητές. Δεν είναι καθόλου υπερβολή να ειπωθεί ότι η συμβολή του Ξυλούρη σ' αυτή την κορυφαία αντιστασιακή πράξη εναντίον του καθεστώτος ήταν καθοριστική. Στα ρεπορτάζ των εφημερίδων της εποχής οι μόνοι "επώνυμοι" που φαίνονται στις φωτογραφίες να είναι ανεβασμένοι στον εξώστη και να τραγουδούν μαζί με τους φοιτητές είναι ο Ξυλούρης και ο Ξαρχάκος. Η χούντα του Ιωαννίδη που εγκαθίσταται μια εβδομάδα μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου απαγορεύει τις συναυλίες τους, τα τραγούδια τους "κόβονται" από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, ενώ οι παρακολουθήσεις και οι ανακρίσεις δίνουν και παίρνουν... Μετά τη μεταπολίτευση, ο Ξυλούρης συνεχίζει ακάθεκτος τη θριαμβευτική του πορεία και εμφανίζεται με τη Μαρίζα Κωχ στην μπουάτ "Αρχόντισσα". Παράλληλα κυκλοφορεί ο δίσκος "Το καπνισμένο τσουκάλι" σε μουσική Χρήστου Λεοντή και ποίηση Γιάννη Ρίτσου, και θα ακολουθήσουν οι "Παραστάσεις", όπου ο Ξυλούρης τραγουδά Πάμπλο Νερούδα αλλά και το "Θούριο" του Ρήγα, ενώ αμέσως μετά ηχογραφεί τον "Τροπικό της Παρθένου" του Χριστόδουλου Χάλαρη και τους "Ελεύθερους πολιορκημένους" του Διονυσίου Σολωμού σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου.